έκανε κρύο όταν φτάσαμε. ο μικρός δεν είχε καταλάβει ότι πηγαίναμε στο νοσοκομείο. ηταν απόγευμα και ήταν ανοιχτά μεγάλα παράθυρα. το πάτωμα ήταν πορτοκαλί από τον ήλιο. σαν τηλεκατευθυνόμενο πάτησα το κουμπί πέντε μέσα στο ασανσέρ. ο μικρός δεν είχε δει το νοσοκομείο του νησιού και έκανε σαν να βρισκόταν σε παιχνιδότοπο. εγώ δε μιλούσα ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος από την προηγούμενη νύχτα.
η μαμά είχε κοιμηθεί από τις έντεκα. η τηλεόραση είχε χαλάσει και δεν έκλεινε. μου άρεσαν εκείνα τα βράδια στο νοσοκομείο με ένα παράξενο νοσηρό τρόπο. χθες όπως παραδέχτηκα στον εαυτό μου όσο ανεβαίναμε με τον μικρό, ότι το είχα παρακάνει.. το μπλε τις τηλεόρασης έπεφτε πάνω στον ορό της μαμάς και πάνω του ακριβώς τον έβγαλα και τον έπαιξα. συνήθως έβγαινα στο διάδρομο κατά τις τέσσερις που δεν υπήρχε κανείς. σπάνια αρρωσταίνουν σ' αυτό το νησί. μάλλον οι περισσότεροι βαριούνται να γίνουν καλά και αφήνονται να πεθάνουν προκειμένου να 'ρθουν εδώ πάνω.
όμως χθες άκουσα φωνές στο διάδρομο και δεν βγήκα. τον έπαιξα αρκετή ώρα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο. ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανα. σπέρμα ζεστό, καταπιεσμένο λέρωσε τα σεντόνια. ούτε που τα σκούπισα. αποχαυνωμένος έβαλα τη φόρμα μου και αφέθηκα στην τηλεόραση.
φτάσαμε και ο μικρός ξεχύθηκε στο διάδρομο. "πού είναι; να χτυπήσω εδώ;" τον αποπήρα και αμίλητος άνοιξα την πόρτα του δωματίου της μαμάς. τα χθεσινά μου κατορθώματα βρώμαγαν ακόμα. όμως η μαμά δεν ήταν εκεί. στο παράθυρο, αντί γι' αυτήν στεκόταν μια γυναίκα άγνωστη. μας κοίταξε σαν να μας περίμενε από ώρα/ ήταν τρομακτικά ήρεμη. χάρισε στον μικρό ένα τρυφερό χαμόγελο και μετά κοίταξε εμένα με μεγάλη υπεροψία. φαινόταν να με μισεί.
ζαλισμένος όπως ήμουν σκέφτηκα να διώξω το μικρό απ' το δωμάτιο. φαινόταν σαν να θέλει να με επιπλήξει για κάτι. όμως πριν προλάβω να μιλήσω με πλησίασε αποφασιστικά. φορούσε ένα χυτό φουστάνι από λεπτό ύφασμα που άφηνε τις ρωγες τις να κρέμονται επιδεικτικά. τη στιγμή που τις παρατήρησα, κόλλησαν πάνω μου.
το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο δολοφόνου. το βλέμμα της με παρέλυσε, κοιτάζοντάς την ένιωσα πως είχα κάνει κάτι τρομερά φρικτό. κατάπια κοιτάζοντάς την και πήγα να σφίξω τον μικρό στο χέρι μου. εκείνη φαίνεται να τον είχε ξεχάσει. με αργέ κινήσεις ξεσκέπασε το σώμα της από αυτό το ύφασμα και αυτό γλίστρησε μονομιάς μέχρι το πάτωμα. τα βυζιά της ήταν τόσο πρησμένα που τα ένιωσα σαν λεπίδες στο στέρνο μου επάνω. ήμουν ακόμα σαστισμένος όταν μας χάιδεψε και στους δύο τα κεφάλια -τον αδελφό μου κι εμένα-και απαλά μας έκανε να γονατίσουμε. έπειτα γονάτισε κι εκείνη.
μας άφησε να τρίψουμε τις πρησμένες ρώγες τις αρκετή ώρα. ο αδελφός μου έπαιζε με τη δεξιά, την τραβούσε με μανία και την πιπίλαγε με μεγάλη όρεξη. έμοιαζε να νιώθει πολύ οικεία κι ας μην καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. εγώ είχα μουδιάσει. δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου αυτή η γυναίκα. με το ίδο πάντοτε ύφος της εκδίκησης με κοίταζε και σαν να με πρόσταζε να τη θηλάσω. υπάκουσα χωρίς να αποστρέψω το βλέμμα μου απ' το δικό της, έσκυψα και έγλυψα την αριστερή της ρώγα.
πιάνοντας στα χέρια μου αυτό το πρησμένο δέρμα ένιωσα μια τρυφερή ζέστη να μου καψαλίζει τη γλώσσα. ξύπνησε μέσα μου μια πρωτόγονη οικειότητα, μια αχόρταγη ανάγκη να κρατήσω αυτή την πηγή ζωής ερεθισμένη. είχε δοθεί σ' εμένα και στον αδελφό μου, κάποιο μυστικό πέρασμα που έπρεπε να θηλάσουμε για να μας αποκαλυφθεί η ζωή.
και τότε πηχτό λευκό άρχισε να κυλά στα στόματά μας. απομακρύνοντας τα πρόσωπα, είδαμε αυτή την άγνωστη γυναίκα να αναλύεται σε βουβούς σπασμούς, το κεφάλι τις γερμένο προς τα πίσω, προβάλλοντάς μας μπροστά στα υγρά μάτια μας δύο παχουλές βρύσες που έρεαν απλόχερα άφθονο λευκό. το δωμάτιο γέμισε τη μυρωδιά αγορίστικο σπέρμα. σκέφτηκα πως ίσως είχε καταπιεί κάποτε δύο μικ΄ρά αγόρια και τα εξανάγκαζε να χύνουν μόνο μέσα απ' τα μαστάρια της. τρομερά καταπιεσμένα αυτά τα αγόρια, σκέφτηκα όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και όλη η πηγή χάθηκε.
μια νοσοκόμα πριν προλάβω να αμυνθώ, όρμησε κατά πάνω μου και άρχισε να με σπρώχνει στο πάτωμα, κλωτσώντας και πατώντας με. έχωνε τη μούρη της μες τη δική μου και με τα τεράστια μάτια της με έκανε σκουπίδι. φώναζε αλλά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. μπήκαν κι άλλοι νοσοκόμοι, δύο γιατροί, ένας μουσικός με ένα σκύλο, μια ασθενής με το καροτσάκι και τον ορό της, η μαμά σ' ένα φορείο, και κάποιο ακόμα ακαθόριστο πλήθος. η μυρωδιά του σπέρματος έσπασε από τα πολλά ανθρώπινα χνώτα.
αυτά μου θύμισε ο μικρός από εκείνες τις μέρες στο νησί. μετά ξέσπασε σε γέλια και με κορόιδευε. "αν η μαμά δε γεννούσε εσένα, δε θα χε γεννήσει εμένα, κι αν εγώ δεν είχα γεννηθεί δε θα θυμόσουν τίποτα από αυτή. εγώ θυμάμαι τη μαμά πιο πολύ γιατί εσύ δεν την έβλεπες πολύ στα μάτια.η μαμά έλεγε πως ήθελες να έχεις άλλη μαμά και γι' αυτό πέθανε. γιατί δεν ήθελε να είναι άλλη." δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που έλεγε και έτρεξε στο κρεβάτι του. έτσι ήταν πάντα μάλλον, υπερκινητικός και δεν καταλάβαινε την κάθε κατάσταση.
η μαμά είχε κοιμηθεί από τις έντεκα. η τηλεόραση είχε χαλάσει και δεν έκλεινε. μου άρεσαν εκείνα τα βράδια στο νοσοκομείο με ένα παράξενο νοσηρό τρόπο. χθες όπως παραδέχτηκα στον εαυτό μου όσο ανεβαίναμε με τον μικρό, ότι το είχα παρακάνει.. το μπλε τις τηλεόρασης έπεφτε πάνω στον ορό της μαμάς και πάνω του ακριβώς τον έβγαλα και τον έπαιξα. συνήθως έβγαινα στο διάδρομο κατά τις τέσσερις που δεν υπήρχε κανείς. σπάνια αρρωσταίνουν σ' αυτό το νησί. μάλλον οι περισσότεροι βαριούνται να γίνουν καλά και αφήνονται να πεθάνουν προκειμένου να 'ρθουν εδώ πάνω.
όμως χθες άκουσα φωνές στο διάδρομο και δεν βγήκα. τον έπαιξα αρκετή ώρα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο. ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανα. σπέρμα ζεστό, καταπιεσμένο λέρωσε τα σεντόνια. ούτε που τα σκούπισα. αποχαυνωμένος έβαλα τη φόρμα μου και αφέθηκα στην τηλεόραση.
φτάσαμε και ο μικρός ξεχύθηκε στο διάδρομο. "πού είναι; να χτυπήσω εδώ;" τον αποπήρα και αμίλητος άνοιξα την πόρτα του δωματίου της μαμάς. τα χθεσινά μου κατορθώματα βρώμαγαν ακόμα. όμως η μαμά δεν ήταν εκεί. στο παράθυρο, αντί γι' αυτήν στεκόταν μια γυναίκα άγνωστη. μας κοίταξε σαν να μας περίμενε από ώρα/ ήταν τρομακτικά ήρεμη. χάρισε στον μικρό ένα τρυφερό χαμόγελο και μετά κοίταξε εμένα με μεγάλη υπεροψία. φαινόταν να με μισεί.
ζαλισμένος όπως ήμουν σκέφτηκα να διώξω το μικρό απ' το δωμάτιο. φαινόταν σαν να θέλει να με επιπλήξει για κάτι. όμως πριν προλάβω να μιλήσω με πλησίασε αποφασιστικά. φορούσε ένα χυτό φουστάνι από λεπτό ύφασμα που άφηνε τις ρωγες τις να κρέμονται επιδεικτικά. τη στιγμή που τις παρατήρησα, κόλλησαν πάνω μου.
το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο δολοφόνου. το βλέμμα της με παρέλυσε, κοιτάζοντάς την ένιωσα πως είχα κάνει κάτι τρομερά φρικτό. κατάπια κοιτάζοντάς την και πήγα να σφίξω τον μικρό στο χέρι μου. εκείνη φαίνεται να τον είχε ξεχάσει. με αργέ κινήσεις ξεσκέπασε το σώμα της από αυτό το ύφασμα και αυτό γλίστρησε μονομιάς μέχρι το πάτωμα. τα βυζιά της ήταν τόσο πρησμένα που τα ένιωσα σαν λεπίδες στο στέρνο μου επάνω. ήμουν ακόμα σαστισμένος όταν μας χάιδεψε και στους δύο τα κεφάλια -τον αδελφό μου κι εμένα-και απαλά μας έκανε να γονατίσουμε. έπειτα γονάτισε κι εκείνη.
μας άφησε να τρίψουμε τις πρησμένες ρώγες τις αρκετή ώρα. ο αδελφός μου έπαιζε με τη δεξιά, την τραβούσε με μανία και την πιπίλαγε με μεγάλη όρεξη. έμοιαζε να νιώθει πολύ οικεία κι ας μην καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. εγώ είχα μουδιάσει. δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου αυτή η γυναίκα. με το ίδο πάντοτε ύφος της εκδίκησης με κοίταζε και σαν να με πρόσταζε να τη θηλάσω. υπάκουσα χωρίς να αποστρέψω το βλέμμα μου απ' το δικό της, έσκυψα και έγλυψα την αριστερή της ρώγα.
πιάνοντας στα χέρια μου αυτό το πρησμένο δέρμα ένιωσα μια τρυφερή ζέστη να μου καψαλίζει τη γλώσσα. ξύπνησε μέσα μου μια πρωτόγονη οικειότητα, μια αχόρταγη ανάγκη να κρατήσω αυτή την πηγή ζωής ερεθισμένη. είχε δοθεί σ' εμένα και στον αδελφό μου, κάποιο μυστικό πέρασμα που έπρεπε να θηλάσουμε για να μας αποκαλυφθεί η ζωή.
και τότε πηχτό λευκό άρχισε να κυλά στα στόματά μας. απομακρύνοντας τα πρόσωπα, είδαμε αυτή την άγνωστη γυναίκα να αναλύεται σε βουβούς σπασμούς, το κεφάλι τις γερμένο προς τα πίσω, προβάλλοντάς μας μπροστά στα υγρά μάτια μας δύο παχουλές βρύσες που έρεαν απλόχερα άφθονο λευκό. το δωμάτιο γέμισε τη μυρωδιά αγορίστικο σπέρμα. σκέφτηκα πως ίσως είχε καταπιεί κάποτε δύο μικ΄ρά αγόρια και τα εξανάγκαζε να χύνουν μόνο μέσα απ' τα μαστάρια της. τρομερά καταπιεσμένα αυτά τα αγόρια, σκέφτηκα όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και όλη η πηγή χάθηκε.
μια νοσοκόμα πριν προλάβω να αμυνθώ, όρμησε κατά πάνω μου και άρχισε να με σπρώχνει στο πάτωμα, κλωτσώντας και πατώντας με. έχωνε τη μούρη της μες τη δική μου και με τα τεράστια μάτια της με έκανε σκουπίδι. φώναζε αλλά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. μπήκαν κι άλλοι νοσοκόμοι, δύο γιατροί, ένας μουσικός με ένα σκύλο, μια ασθενής με το καροτσάκι και τον ορό της, η μαμά σ' ένα φορείο, και κάποιο ακόμα ακαθόριστο πλήθος. η μυρωδιά του σπέρματος έσπασε από τα πολλά ανθρώπινα χνώτα.
αυτά μου θύμισε ο μικρός από εκείνες τις μέρες στο νησί. μετά ξέσπασε σε γέλια και με κορόιδευε. "αν η μαμά δε γεννούσε εσένα, δε θα χε γεννήσει εμένα, κι αν εγώ δεν είχα γεννηθεί δε θα θυμόσουν τίποτα από αυτή. εγώ θυμάμαι τη μαμά πιο πολύ γιατί εσύ δεν την έβλεπες πολύ στα μάτια.η μαμά έλεγε πως ήθελες να έχεις άλλη μαμά και γι' αυτό πέθανε. γιατί δεν ήθελε να είναι άλλη." δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που έλεγε και έτρεξε στο κρεβάτι του. έτσι ήταν πάντα μάλλον, υπερκινητικός και δεν καταλάβαινε την κάθε κατάσταση.