Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.3



  Ήρθαμε από τη Συρία χωρίς τίποτα. Εγώ ο αδελφός μου και η γυναίκα μου. Είκοσι χρονών σα ζωγραφιά. Πυρόξανθα μακριά μαλλιά, αθώα μεγάλα πράσινα μάτια, μάγουλα ρόδινα, θλιμμένη από φυσικού της. Δεν είχα πειράξει ποτέ κανέναν στη χώρα μας. Ποτέ δεν είχα κάνει κακό. Απ’ όταν την αγκάλιασα πρώτη φορά αυτή την αδικημένη ύπαρξη κάτι σατανικό άναψε μέσα μου. Συναισθήματα βίας και ζήλιας με τρέλαιναν. Μένουμε σε μεταναστευτικό καταυλισμό. Με λύσσα ψάξαμε να βρούμε μια δουλειά, οτιδήποτε να φύγουμε από εκεί, να ζήσουμε. Εγώ και ο αδελφός μου βρήκαμε σ’ ένα εργοστάσιο και η Μύρτα είχε την τύχη, έτσι είπαμε τότε, να φυιλάει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών, την ώρα που οι γονείς της θα έλειπαν στη δουλειά. Εκείνη τη μέρα ήρθε κλαίγοντας η Μύρτα και μου τα είπε όλα:
   «μου αρέσει το όνομά σου. Το Μαρία δεν μ’ αρέσει, το έκανα Μάιρα αλλά οι γονείς μου δεν το ξέρουν. Μην τους πεις τίποτα γι αυτό. Όταν με φωνάζουν κάνω πως δεν ακούω. Κλείνομαι στο δωμάτιο και ουρλιάζω.» η γυναίκα μου ήταν το πιο ήσυχο πλάσμα. Άφηνε τη μικρή να της μιλά με τις ώρες. «Τα  ονόματα σε α δηλώνουν κάτι επιθετικό, σαν να θέλουν σα σε φάνε δεν είναι έτσι; Αλλά το δικό σου είναι καλύτερο». «Μικρή μου, Μάιρα» της έλεγε με αγάπη και σπαστά ελληνικά «έχεις όμορφο όνομα, οι γονείς σου σε αγαπάνε, μην τους μιλάς με κακία» «δεν με θέλουν είναι κοροϊδευτές! Θέλω να φύγω από εδώ δεν με καταλαβαίνουν καθόλου, πάρε με μαζί σου στην ξένη χώρα που μένεις Μύρτα σε παρακαλώ!» «δεν μένω όμως πια εκεί μικρή μου, έπρεπε να φύγω, να φύγω έπρεπε!» «και γιατί, εδώ είναι χάλια κοίτα αυτό το σπίτι πως είναι!» «έχεις πανέμορφο σπίτι μικρή μου, έχεις παιχνίδια και κρεβάτι όμορφο, ζεστό, και έξω έχει ανθρώπους  που δεν πεθαίνουν μέσα στο δρόμο!» «τι εννοείς; Πού πεθαίνουν άνθρωποι μέσα στο δρόμο;» λέει η μικρή και γελάει δυνατά. 
   Η Μύρτα κλαίει μπροστά της. Η Μάιρα την αγκαλιάζει «δεν έχω αγκαλιάσει ποτέ κανέναν. Ούτε τα παιχνίδια μου ποτέ! Εσένα σε αγκαλιάζω γιατί είσαι πολύ γλυκιά». Η Μύρτα θέλει να φύγει αλλά δεν μπορεί να φύγει. Πάει να στρώσει τα κρεβάτια. Η μικρή την αρπάζει το ύψος της είναι μέχρι τους γοφούς της γυναίκας μου. Την πιάνει σφιχτά και της φιλάει τα οπίσθια.  «Ω, άφησέ με μικρή μου Μάιρα πρέπει να στρώσω το κρεβάτι σου.» 
    Πέρασαν μερικοί μήνες και πληρωνόμασταν ελάχιστα. Η Μύρτα έτρωγε καλά στο σπίτι της Μάιρας γιατί οι γονείς της ήταν καλοί και την περίμεναν για φαγητό. «Ξέρετε» είπε με μεγάλη συστολή και ειλικρίνεια στο τραπέζι μια μέρα «το παιδί σας δεν είναι πολύ μωρό, μπορεί να μένει μόνη της, νομίζω πως δεν με χρειάζεστε και με κρατάτε επειδή θέλω χρήματα» «καλή μου» είπε η μαμά της «δεν στο είπαμε απ’ την αρχή γιατί δεν θέλαμε να σε διώξουμε. Αλλά η Μαρία έχει άσχημη συμπεριφορά. Φοβόμαστε πολύ να μένει μόνη της. Έχει κάνει άσχημα πράγματα στο παρελθόν και εμείς δεν μπορέσαμε να τη συνεφέρουμε. Είναι τόσο ευχάριστο για μας που τα πάτε καλά εσείς οι δύο. Έχει δεθεί μαζί σου και σε αγαπάει πολύ.. Δεν έχουμε λόγο να σε διώξουμε.» δεν μίλησαν άλλο. Η Μύρτα μου είχε αγαπήσει πολύ αυτό το μικρό κάθαρμα.
     «θες να παίξουμε κρυφτό;» «μικρή μου, θα χαλάσουμε το σπίτι άμα παίξουμε κρυφτό.» «μη μου χαλάσεις το χατίρι σε αγαπώ πάρα πολύ!» έπαιξαν κρυφτό και η Μύρτα χώθηκε με δυσκολία κάτω απ το κρεβάτι. Η μικρή σα λαγωνικό που οσμίζεται το θύμα του τη βρήκε αμέσως. Όμως το παιχνίδι σταμάτησε εκεί. 
   «είσαι πάρα πολύ ωραία και μεγάλη γυναίκα. Ποτέ δεν θα γίνω όπως εσύ. Έχω μαύρα μαλλιά κι αυτό σημαίνει ότι θα γίνω κακιά σκύλα όταν μεγαλώσω. Θα τους βασανίζω όλους και δεν θα είμαι ποτέ έτσι γλυκιά σαν εσένα.» «τι λες μικρή μου είσαι πολύ όμορφη!» είπε και την χάιδεψε στα μαλλιά κάτω απ΄ το κρεβάτι. «κοίταξε το σώμα μου πόσο παιδικό είναι. Όταν φεύγεις γδύνομαι και το αγγίζω αλλά δεν νιώθω ωραία. Θα με αφήσεις να αγγίξω το δικό σου;» είπε και χωρίς να περιμένει άρχισε να ακουμπάει αδέξια τη γυναίκα μου. Ξέρεις δεν αγαπώ τα αγόρια. Θέλω να τα βασανίζω αλλά να μην τα αφήνω να με αγγίζουν. Να τους χαμογελάω αλλά είναι πολύ χαζά. Είναι ανόητα και ανώριμα. Νιώθω πολύ μεγαλύτερή τους και μπορώ να τα κάνω ότι θέλω. Εσύ με καταλαβαίνεις. Τα κορίτσια είμαστε πολύ πιο έξυπνα. Κι εσύ είσαι πολύ έξυπνη Μύρτα» έλεγε ενώ η Μύρτα μπουσούλαγε προς το άλλο άνοιγμα του κρεβατιού. 
    Βγήκαν πήραν μια ανάσα και ξάπλωσαν μαζί στο στρώμα. «μικρή μου, είσαι το πιο έξυπνο κορίτσι του κόσμου» αυτό ακριβώς της είπε και εκείνη τη φίλησε.  Αργά της άνοιξε τη φούστα και χώθηκε μέσα. Η Μύρτα δεν αντέδρασε. Το σώμα της άρχισε να συσπάται. Ήταν τόσο απαλή και χυμώδης η γυναίκα μου. Αντίθετα το πλάσμα αυτό ήταν λεπτό και ευλίγιστο. Έβαλε τη γλωσσίτσα της στο αιδοίο της γυναίκας μου. Την τυράννησε πάνω από μια ώρα. Η Μύρτα ακίνητη δάκρυσε και έχυσε βαριά. 
    Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της όταν ήρθε εκείνο το βράδυ κλαίγοντας. Μου είπε «έχυσα βαριά. Τόσο βαριά που ποτέ δεν είχα ξαναχύσει έτσι» αυτά τα λόγια δεν τα περίμενα ποτέ από εκείνη. Μαζί μου ήταν πάντοτε σεμνή και έδειχνε ενδιαφέρον μόνο για τη δική μου ευχαρίστηση. Κάτι τέτοιο στη χώρα μου ήταν αδιανόητο και για μένα ήταν τεράστια προσβολή. Συνέχισε λέγοντας «και τότε η Μάιρα είπε κάτι φρικτό: “θέλεις λεφτά. Άνοιξε ένα κρυφό συρτάρι και μου έδειξε τα φυλαγμένα χρήματα των γονιών της. Γι αυτό δεν ερχόσουν εδώ; Γι’ αυτό δεν αναγκάστηκες να με αγαπήσεις; Πάρε τα χρήματα και φύγε. Φύγε!” και δεν ήξερα τι να ‘κανα. Μα το θεό δεν κατάλαβα πως έγιναν όλα αυτά. Ένιωσα ότι με έδιωξε. Έφυγα. Συγνώμη αφέντη μου.» 
   Δεν ήξερα πώς να νιώσω. Κι αυτό το αφέντη μου με τρέλανε. «δεν θα ξαναπάω εκεί. Θα βρω άλλη δουλειά. Δεν ξέρω τι να τους πω. Θα πω ότι θα πάω αύριο αλλά δεν θα πάω. Δεν θα ξαναπάω.» Αυτά ήταν αρκετά για να τρελαθώ.
   Την επόμενη μέρα πήρα τον αδελφό μου και πήγαμε στη μικρή. Ξέραμε ότι θα ήταν μόνη της. Σάστισε όταν μας είδε «πού είναι η Μύρτα! Ούρλιαξε και τώρα ήταν στ’ αλήθεια ένα μικρό κορίτσι. Τη στριμώξαμε στην κουζίνα. Βγάλαμε τα παντελόνια μας και εγώ φώναξα λυσσασμένος «δεν σ’ αρέσει ο πούτσος ε; δεν σ’ αρέσει αυτό ε;» και της έχωσα στο μάτι της μέσα την καυλωμένη μου πούτσα. Ο αδελφός μου την έγδυσε και την πήδηξε τρεις φορές. Καθ’ όλη τη διάρκεια εγώ της τον έχωνα στο στόμα και έχυνα συνεχώς στη μούρη της. «δε σ αρέσει αυτό ε; για δες το καλύτερα! Βρωμόπαιδο, κοίταξε την καλύτερα κακομαθημένο!» αφού ξεχαρμάνιασα και η οργή μου κόπασε πήγα στο συρτάρι και πήρα τα χρήματα. «έλα» λέω στη γυναίκα μου. «φεύγουμε από αυτό το βρωμότοπο.». «δεν γυρνάω πίσω» είπε τραυλίζοντας. «είπα φεύγουμε». Ποτέ δεν είχα μιλήσει τόσο αποφασιστηκά στη ζωή μου που η Μύρτα φοβισμένη με ακολούθησε.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol. 2



   Σήμερα δεν νιώθω ντροπή για τίποτε. Στις πέντε το χάραμα μπήκα στον πρώτο προαστιακό γυμνή. Δεν με ένοιαζαν οι αντιδράσεις τους. Θα έδινα μια παράσταση στο τσίρκο απόψε. Ήθελα να νιώθω άνετα σε όλο τον κόσμο όπου κι αν ήμουν. Δεν άντεχα να κρύβομαι. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τα βλέμματά τους. Κατέβηκα στο σύνταγμα και κοίταξα τον πρώτο ήλιο. Ερημωμένο τοπίο όπως μ’ αρέσει. 
   Μέσα στο σιντριβάνι δύο αγόρια είχαν μπει και βρέχονταν. Είχαν σκαμμένα πρόσωπα και μάτια κατάμαυρα και έντονα. Θα ήταν έντεκα χρονών. Μόλις με είδαν σάστισαν. Τα πλησίασα χαμογελώντας. Χωρίς να βγουν έξω τα άφησα να πειράξουν τις ρώγες μου. Δεν δίστασαν να τις πιπιλήσουν. Είχαν άνισα δόντια και με πονούσαν καθώς τις δάγκωναν. Άρχισα να χαϊδεύω τα κεφάλια τους με στοργή. Τα μαλλιά τους ήταν βρώμικα όπως και το νερό στο σιντριβάνι. Μου άρεσε αυτό που συνέβαινε. Με τα χέρια τους με άρπαξαν και με έριξαν μέσα. 
   Ξάπλωσα στο τοίχωμα κοιτάζοντας πάνω. Άφησα το σώμα μου σαν πλαστελίνη στο έλεός τους. Μου άνοιξαν τα πόδια μέσα στο νερό. Σηκώσαν ψηλά το αιδοίο μου που ΄χε πρηστεί και έμπηξαν τα μικρά τους χέρια μέσα μου. Σαν να έψαχναν να κλέψουν κάτι. Το ένα έσκυψε και έβαλε τη μικρή του γλωσσίτσα στην κλειτορίδα μου. Δεν έφερα καμία αντίσταση. Άρχισε να περνάει κόσμος και αυτό μου έδινε περισσότερη ευχαρίστηση. Ένιωθα σαν πηλός. Το αγόρι έγλειφε με μανία και το άλλο ζουλούσε τα τους γλουτούς μου σαν να άγγιζε πρώτη φορά γυναικείες καμπύλες. Σήκωσε εκστατικό το βλέμμα και με κοίταξε με τα κατάμαυρα μάτια του. Πλησίασε και πήγε να με φιλήσει. 
    Ένιωσα άσχημα και τινάχτηκα μες το νερό. Το αγόρι που ρήμαζε την μικρή μου κλειτορίδα με τα δόντια του πήγε να πνιγεί και αλαφιασμένο σήκωσε το κεφάλι του. Έφυγα τινάζοντας τα νερά στο δρόμο. Το μουνί μου είχε πρηστεί άσχημα και μύριζε. Δεν με ένοιαζε όμως τίποτα. Πήγαινα να δώσω μια παράσταση στο τσίρκο απόψε. Έφτασα στα καμαρίνια και κοίταξα στον καθρέφτη. Ήμουν εγώ αλλά το βλέμμα μου είχε γίνει ζόρικο. Σαν να μην έβλεπε, να  ήθελε να βογκήξει, να σπάσει. Μέχρι το απόγευμα καθόμουν άναυδη στο καμαρίνι μου. Κοίταζα και ξανακοίταζα στον καθρέφτη και τίποτα δεν μου φαινόταν οικείο. Σαν να είχε έρθει εκείνη η μέρα, ξαφνική, απρόσκλητη, που από μικρό κορίτσι την περίμενα. Η μέρα που θα αγγίξω το άκρο της υπεροψίας και θα χαρίσω το σώμα μου στα παιδιά, τους άντρες, τους θεατές. Ήμουν προορισμένη να γίνω αυτό το θέαμα. 
    Ένα ρίγος ανέβηκε στο κεφάλι μου. Φόρεσα το πιο πλούσιο φουστάνι. Θα ακροβατούσα πάνω στα κεφάλια είκοσι ανθρώπων δέκα φορές. Ύστερα θα κάναμε σχήματα με τα σώματά μας ανεβαίνοντας ο ένας πάνω στον άλλον κι εγώ στην κορυφή. Δεν ήθελα να είμαι στην κορυφή. Ήθελα να σέρνομαι στο πάτωμα γλύφοντάς τους τα πέλματα. Είχα μια ορμή να ξεχυθώ στον κόσμο και να κάνω το ίδιο. Να αρχίσω να τους γδύνω όλους βγάζοντας ακατανόητα ουρλιαχτά ηδονής. Όμως έπρεπε να ακολουθήσω αυτά που μας έλεγαν στις πρόβες. Το θέαμα θέλει οργάνωση και αυτοπειθαρχία έλεγαν. Συγκέντρωση θέλει το θέαμα, να είσαι εκεί για τους άλλους κι ας θες να τα τινάξεις όλα στον αέρα.
   Βγήκαμε μετά τους ελέφαντες. Οι συνεργάτες μου στήθηκαν σε μια σειρά ο ένας μετά των άλλον ισορροπώντας σ’ ένα χοντρό ξύλο. Ο πρώτος από αυτούς μου έκανε πάτημα με τα χέρια του να ανέβω επάνω τους. Αντί όμως να ανέβω πήγα και κάθισα στο κέντρο της σκηνής κοιτάζοντας πολύ έντονα τα πρόσωπα των ανθρώπων. «Αυτό θέλετε;» ούρλιαξα ανοίγοντας τα πόδια μου επιδεικτικά. Σήκωσα το πελώριο φουστάνι μου κι έχωσα το χέρι μου στον κόλπο μου. Με τεράστια ικανοποίηση έβλεπα τα πρόσωπα των συνεργατών μου. Ο διευθυντής και το συνεργείο κατέβαιναν στη σκηνή.  Όμως ο κόσμος είχε σηκωθεί πάνω και έκανε σαματά. Με μανία έγδερνα το μουνί μου κι άφησα ένα σατανικό γέλιο να πλημυρίσει το αμφιθέατρο. «αυτό θέλετε!» ούρλιαζα μαινόμενη κι ένιωσα να λάμπω για μια στιγμή απ’ τους μεγάλους προβολείς που πια κανείς δεν τους συντόνιζε. 
   Κανείς όμως δεν με σταμάτησε. Κανείς δεν με πλησίασε όση ώρα αυνανιζόμουν. Ένιωσα το δέος τους, τον βαρύ τους πόθο για μένα που έβγαινε μέσα απ’ τα λαρύγγια τους  τραυματίζοντας τους λαιμούς τους. Οι φύλακες των ζώων αποσυντονίστηκαν τόσο και τα ζωντανά άρχισαν να βγαίνουν απ’ τις κλούβες. Επέφερα τόσο μεγάλο χάος που άρχισαν να βγαίνουν από μέσα μου φάλαινες. Μεγάλα υδρόβια πλάσματα έβγαιναν να συναντήσουν τα ζώα της ξηράς. Μια επανένωση βιβλική σχηματιζόταν μπροστά στο μισοτρελαμένο λάγνο βλέμμα μου. Έβλεπα τους ελέφαντες  να τρέχουν κατά το βορά και τα άγρια πουλιά να αγκαλιάζουν τα ερπετά με τις τεράστιες πολύχρωμες φτερούγες τους. Το πρησμένο αιδοίο μου άρχισε τότε να τα ρουφά όλα. Όλα αυτά που εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια μου μαγνητίζονταν και συστέλλονταν . Όλα έρχονταν μέσα μου να δοξάσουν το υγρό σώμα μου. Είχα σχεδόν καταπιεί ένα αμφιθέατρο. Και δεν ένιωθα ούτε ντροπή ούτε μένος πια. Ήμουν εκεί για να ενέχω τα πάντα.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.1



     Είμαι βρώμικος πολύ. Έχω να πλύνω το σώμα μου πολύ καιρό. Τα ρούχα μου έχουν μαυρίσει και ξεφτίσει. Ταξιδεύω στη δύση, περπατάω και έχω σκληρύνει.  Τα χέρια και τα πέλματά μου είναι τραχιά. όλο το πρωί προσπαθούσα να μετακινήσω μια μεγάλη πέτρα μπροστά από ένα σπήλαιο για να αποφύγω τον ήλιο. Όταν το έκανα ήμουν εξαντλημένος. Κοιμήθηκα πολύ μέσα στο σπήλαιο και έχασα το χρόνο. Δεν ήξερα τι συμβαίνει έξω. Έπρεπε να τραφώ.
   Την προηγούμενη μέρα πέρασα από μια πολιτεία. Άραξα σε μια παμπ και ήπια μια τεκίλα. Ένας άνθρωπος με κέρασε φτερούγες χήνας και ένα κορίτσι έκατσε να φάει μαζί μου. Δεν μιλήσαμε καθόλου. Καθόταν οκλαδόν στην καρέκλα και τα στηθάκια της ακουμπούσαν στο τραπέζι σαν να το έκοβαν στα δύο. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο με μπογιά αλλά φαινόταν καθαρή και απαλή. Με κοίταζε καθώς τρώγαμε. Δαγκώναμε με λύσσα τις φτερούγες, μάλλον ήταν κι αυτή πεινασμένη.
   Η εικόνα της μου ήρθε στο μυαλό όταν ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Το καυλί μου είχε παχύνει και τα χέρια μου ήταν ακόμη αδύναμα. Ένιωθα μια ζαλάδα κι ένα θυμό για κάτι. Ήθελα να χτυπήσω  κάποιον πολύ δυνατά. να πονέσω κάτι μέχρι να αρχίσει να σφαδάζει. Αφροί και σάλια έβγαιναν απ’ το στόμα μου. Κράτησα όλη μου τη δύναμη για να σύρω την πέτρα μέχρι να χωρέσω από το άνοιγμα. Όμως η καύλα μου πονούσε και κάτι μέσα μου αγωνιζόταν σα σφαχτάρι να εκτιναχτεί.
   Τώρα περπατάω και ζέχνω. Οι τρίχες μου έχουν γεμίσει μικρά έντομα. Πάω στη λίμνη Κόλχη. Εκεί βρίσκονται δύο Αβοριγίνες με την οικογένειά τους. Πριν από χρόνια τους υποσχέθηκα πως θα πάω να τους βρω. Άρχισε να νυχτώνει και το τοπίο είναι γαλάζιο και μουντό. Συνάντησα την κρύπτη με το σκαλισμένο σύμβολο. Πίσω από την κρύπτη τα νερά της λίμνης καταλήγουν και σταματούν. Μια γυναίκα πλένει τα πόδια της. Προσέχει πολύ μην πονέσει τον εαυτό της στα μυτερά πετρώματα που βρίσκονται γύρω της. Με βλέπει και για λίγο σταματά. Τη ρωτώ στη γλώσσα μου αν ξέρει που βρίσκονται οι Αβοριγίνες που ψάχνω. Όμως φαίνεται να μην καταλαβαίνει. Σκύβει πάνω απ’ το νερό αφήνοντας τα πλούσια στήθη της να αγγίξουν ελάχιστα. Δροσίζει τις ρώγες της με ευχαρίστηση. Μοιάζει να νιώθει οικειότητα, κάνει σαν να μην βρίσκομαι εκεί. Θυμώνω μαζί της και την πλησιάζω απειλητικά. Προσπαθώ να βρω άλλους τρόπους να μάθω αυτό που χρειάζομαι αλλά εκείνη χαμογελάει ξεδιάντροπα και εξαφανίζει το πρόσωπό της μέσα στα μαλλιά της.
   Μάλλον είδε το καυλί μου που ορθώθηκε μπροστά στα βλέφαρά της απότομα. Είχα ξεχάσει τόσο πως είναι οι αντιδράσεις των ανθρώπων. Ζούσα μόνος σε όλη τη διαδρομή μου ως εδώ και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι κάτι τέτοιο ήταν άσεμνο. Πλησίασα τη σκυμμένη γυναίκα και την ακούμπησα στο μέτωπο με την άκρη του ορθωμένου πέους μου. Βρώμαγε τόσο που το κατάλαβε. Απαλά έγειρε τα μαλλιά της  στον ώμο της και άρχισε να το περιεργάζεται με τη μικρή γλωσσίτσα της. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά αλλά καθαρά. Το κορμί της είχε μείνει ακίνητο και οι ρώγες τις είχαν φουσκώσει. Καθώς κουνούσε το σβέρκο της εκείνες άγγιξαν πάλι το νερό. Μια αίσθηση πολύ πρωτόγονη .
    Άρχισε να χώνει το πέος μου μέσα στο στοματάκι της με μεγάλη ευχαρίστηση. Είχε κλείσει τα μάτια και είχε ανοίξει τα βρεγμένα καθαρά πόδια της τόσο που έσταζαν μέσα στο νερό όλα τα υγρά έξω και μέσα απ’ το σώμα της. Ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένα ηχείο. Βρυχηθμοί έβγαιναν από όλο το σώμα που της παλλόταν για να παράγει αυτούς τους πρωτόγνωρους για εμένα ήχους. Λες και έβγαιναν απ την κοιλιά της, εκτοξεύονταν απ’ τα στήθια της και το κεφάλι της βούιζε σαν ζώου. Φοβόμουν να την αγγίξω. Η μόνη επαφή μας ήταν εκεί ένιωθα πως αν την πειράξω θα αφηνιάσει και θα με βλάψει. Εξάλλου είχα οικειοθελώς αφήσει το όργανό μου στο έλεός της. Και τότε ένα ρίγος άρχισε να ανεβαίνει από τα σκληρά μου πέλματα ως τους βολβούς των αυτιών. Σαν να θυμήθηκε το σώμα μου μια αρχαία αίσθηση.
    Ζαλιζόμουν βλέποντας από ψηλά το λεπτό κρανίο της με τα μαλλιά γερμένα πως ταρακουνιόταν. Ένας ζωικός παλμός, ένας άχρονος θεός με είχε εκείνη την ώρα. Και παρ’ όλη τη βρωμιά και την απελπισία της κούρασης που ένιωθα, ήμουν σαν ένα μωρό που του πιπιλούν το δάχτυλο για να σωπάσει. Αυτό όμως το αίσθημα εναλλασσόταν με εκείνο τον απαράμιλλο θυμό που ένιωθα στην αρχή. Ο αρχέγονος θυμός μου τέντωναν τους μύες του πέους μου και ασυναίσθητα το έχωνα βαθύτερα σ’ αυτή την κρύπτη. Γιατί ολόκληρη η κρύπτη ήταν ένα στόμα που με ρουφούσε μέσα του και δεν μπορούσα να αμυνθώ. Ο θυμός και η λύσσα μου ήταν ακίνδυνα γιατί τα είχε αφοπλίσει όλα πια αυτό το πλάσμα που η όψη του ήταν τώρα θολή μέσα στο ζαλισμένο κεφάλι μου. Δεν θυμόμουν.
   Χάθηκα σε σχήματα παραπλανητικά, είδα τους δύο Αβοριγίνες με την οικογένειά τους να με χτυπούν βάναυσα που αθέτησα την υπόσχεσή μου. Είδα το σπήλαιο που είχα βυθιστεί σε ύπνωση να με καταπίνει στο πηχτό του σκοτάδι. Είδα τη δύναμή μου, αυτή που με βοηθούσε πάντα να επιβιώνω να μεταμορφώνεται σε ένα απαλό μωρό παιδί που κλαίει και παρακαλάει να σταματήσουν να του πιπιλούν το δάχτυλο γιατί τέτοιες ηδονές δεν αντέχονται. Όταν κάτι γίνεται τόσο αβάσταχτο θες να εκκρίνεις κάτι. Μια μεγάλη ποσότητα όλων αυτών άρχισε να εκρέει απ’ το σώμα μου μέσα στην κρύπτη που με κατάπινε.
   Άδειαζα από όλα κι εκείνη δεν έφυγε μακριά μου. Κατάπιε και την τελευταία σταγόνα της εκχύλισής μου. Είχε αγαπήσει την ανάγκη μου τόσο, σαν να την ήξερε πριν φτάσω κοντά της. Γιατί υπάρχει πάντα ανάγκη όταν ένα πλάσμα πλησιάζει ένα άλλο πλάσμα. Το πιο όμορφο ταξίδι έγινε χωρίς να μιλάμε.