Ήρθαμε από τη Συρία
χωρίς τίποτα. Εγώ ο αδελφός μου και η γυναίκα μου. Είκοσι χρονών σα ζωγραφιά.
Πυρόξανθα μακριά μαλλιά, αθώα μεγάλα πράσινα μάτια, μάγουλα ρόδινα, θλιμμένη
από φυσικού της. Δεν είχα πειράξει ποτέ κανέναν στη χώρα μας. Ποτέ δεν είχα
κάνει κακό. Απ’ όταν την αγκάλιασα πρώτη φορά αυτή την αδικημένη ύπαρξη κάτι
σατανικό άναψε μέσα μου. Συναισθήματα βίας και ζήλιας με τρέλαιναν. Μένουμε σε
μεταναστευτικό καταυλισμό. Με λύσσα ψάξαμε να βρούμε μια δουλειά, οτιδήποτε να
φύγουμε από εκεί, να ζήσουμε. Εγώ και ο αδελφός μου βρήκαμε σ’ ένα εργοστάσιο και
η Μύρτα είχε την τύχη, έτσι είπαμε τότε, να φυιλάει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων
χρονών, την ώρα που οι γονείς της θα έλειπαν στη δουλειά. Εκείνη τη μέρα ήρθε
κλαίγοντας η Μύρτα και μου τα είπε όλα:
«μου αρέσει το
όνομά σου. Το Μαρία δεν μ’ αρέσει, το έκανα Μάιρα αλλά οι γονείς μου δεν το
ξέρουν. Μην τους πεις τίποτα γι αυτό. Όταν με φωνάζουν κάνω πως δεν ακούω.
Κλείνομαι στο δωμάτιο και ουρλιάζω.» η γυναίκα μου ήταν το πιο ήσυχο πλάσμα. Άφηνε
τη μικρή να της μιλά με τις ώρες. «Τα ονόματα σε α δηλώνουν κάτι επιθετικό, σαν να
θέλουν σα σε φάνε δεν είναι έτσι; Αλλά το δικό σου είναι καλύτερο». «Μικρή μου,
Μάιρα» της έλεγε με αγάπη και σπαστά ελληνικά «έχεις όμορφο όνομα, οι γονείς
σου σε αγαπάνε, μην τους μιλάς με κακία» «δεν με θέλουν είναι κοροϊδευτές! Θέλω
να φύγω από εδώ δεν με καταλαβαίνουν καθόλου, πάρε με μαζί σου στην ξένη χώρα
που μένεις Μύρτα σε παρακαλώ!» «δεν μένω όμως πια εκεί μικρή μου, έπρεπε να
φύγω, να φύγω έπρεπε!» «και γιατί, εδώ είναι χάλια κοίτα αυτό το σπίτι πως
είναι!» «έχεις πανέμορφο σπίτι μικρή μου, έχεις παιχνίδια και κρεβάτι όμορφο,
ζεστό, και έξω έχει ανθρώπους που δεν
πεθαίνουν μέσα στο δρόμο!» «τι εννοείς; Πού πεθαίνουν άνθρωποι μέσα στο δρόμο;»
λέει η μικρή και γελάει δυνατά.
Η Μύρτα κλαίει μπροστά της. Η Μάιρα την
αγκαλιάζει «δεν έχω αγκαλιάσει ποτέ κανέναν. Ούτε τα παιχνίδια μου ποτέ! Εσένα σε
αγκαλιάζω γιατί είσαι πολύ γλυκιά». Η Μύρτα θέλει να φύγει αλλά δεν μπορεί να
φύγει. Πάει να στρώσει τα κρεβάτια. Η μικρή την αρπάζει το ύψος της είναι μέχρι
τους γοφούς της γυναίκας μου. Την πιάνει σφιχτά και της φιλάει τα οπίσθια. «Ω, άφησέ με μικρή μου Μάιρα πρέπει να στρώσω
το κρεβάτι σου.»
Πέρασαν μερικοί μήνες και πληρωνόμασταν ελάχιστα. Η Μύρτα
έτρωγε καλά στο σπίτι της Μάιρας γιατί οι γονείς της ήταν καλοί και την
περίμεναν για φαγητό. «Ξέρετε» είπε με μεγάλη συστολή και ειλικρίνεια στο
τραπέζι μια μέρα «το παιδί σας δεν είναι πολύ μωρό, μπορεί να μένει μόνη της,
νομίζω πως δεν με χρειάζεστε και με κρατάτε επειδή θέλω χρήματα» «καλή μου»
είπε η μαμά της «δεν στο είπαμε απ’ την αρχή γιατί δεν θέλαμε να σε διώξουμε. Αλλά
η Μαρία έχει άσχημη συμπεριφορά. Φοβόμαστε πολύ να μένει μόνη της. Έχει κάνει
άσχημα πράγματα στο παρελθόν και εμείς δεν μπορέσαμε να τη συνεφέρουμε. Είναι τόσο
ευχάριστο για μας που τα πάτε καλά εσείς οι δύο. Έχει δεθεί μαζί σου και σε
αγαπάει πολύ.. Δεν έχουμε λόγο να σε διώξουμε.» δεν μίλησαν άλλο. Η Μύρτα μου
είχε αγαπήσει πολύ αυτό το μικρό κάθαρμα.
«θες να παίξουμε κρυφτό;» «μικρή μου,
θα χαλάσουμε το σπίτι άμα παίξουμε κρυφτό.» «μη μου χαλάσεις το χατίρι σε αγαπώ
πάρα πολύ!» έπαιξαν κρυφτό και η Μύρτα χώθηκε με δυσκολία κάτω απ το κρεβάτι. Η
μικρή σα λαγωνικό που οσμίζεται το θύμα του τη βρήκε αμέσως. Όμως το παιχνίδι
σταμάτησε εκεί.
«είσαι πάρα πολύ ωραία και μεγάλη γυναίκα. Ποτέ δεν θα γίνω όπως
εσύ. Έχω μαύρα μαλλιά κι αυτό σημαίνει ότι θα γίνω κακιά σκύλα όταν μεγαλώσω. Θα
τους βασανίζω όλους και δεν θα είμαι ποτέ έτσι γλυκιά σαν εσένα.» «τι λες μικρή
μου είσαι πολύ όμορφη!» είπε και την χάιδεψε στα μαλλιά κάτω απ΄ το κρεβάτι. «κοίταξε
το σώμα μου πόσο παιδικό είναι. Όταν φεύγεις γδύνομαι και το αγγίζω αλλά δεν
νιώθω ωραία. Θα με αφήσεις να αγγίξω το δικό σου;» είπε και χωρίς να περιμένει
άρχισε να ακουμπάει αδέξια τη γυναίκα μου. Ξέρεις δεν αγαπώ τα αγόρια. Θέλω να
τα βασανίζω αλλά να μην τα αφήνω να με αγγίζουν. Να τους χαμογελάω αλλά είναι
πολύ χαζά. Είναι ανόητα και ανώριμα. Νιώθω πολύ μεγαλύτερή τους και μπορώ να τα
κάνω ότι θέλω. Εσύ με καταλαβαίνεις. Τα κορίτσια είμαστε πολύ πιο έξυπνα. Κι εσύ
είσαι πολύ έξυπνη Μύρτα» έλεγε ενώ η Μύρτα μπουσούλαγε προς το άλλο άνοιγμα του
κρεβατιού.
Βγήκαν πήραν μια ανάσα και ξάπλωσαν μαζί στο στρώμα. «μικρή μου,
είσαι το πιο έξυπνο κορίτσι του κόσμου» αυτό ακριβώς της είπε και εκείνη τη
φίλησε. Αργά της άνοιξε τη φούστα και
χώθηκε μέσα. Η Μύρτα δεν αντέδρασε. Το σώμα της άρχισε να συσπάται. Ήταν τόσο
απαλή και χυμώδης η γυναίκα μου. Αντίθετα το πλάσμα αυτό ήταν λεπτό και
ευλίγιστο. Έβαλε τη γλωσσίτσα της στο αιδοίο της γυναίκας μου. Την τυράννησε
πάνω από μια ώρα. Η Μύρτα ακίνητη δάκρυσε και έχυσε βαριά.
Αυτά ακριβώς ήταν τα
λόγια της όταν ήρθε εκείνο το βράδυ κλαίγοντας. Μου είπε «έχυσα βαριά. Τόσο βαριά
που ποτέ δεν είχα ξαναχύσει έτσι» αυτά τα λόγια δεν τα περίμενα ποτέ από
εκείνη. Μαζί μου ήταν πάντοτε σεμνή και έδειχνε ενδιαφέρον μόνο για τη δική μου
ευχαρίστηση. Κάτι τέτοιο στη χώρα μου ήταν αδιανόητο και για μένα ήταν τεράστια
προσβολή. Συνέχισε λέγοντας «και τότε η Μάιρα είπε κάτι φρικτό: “θέλεις λεφτά. Άνοιξε
ένα κρυφό συρτάρι και μου έδειξε τα φυλαγμένα χρήματα των γονιών της. Γι αυτό
δεν ερχόσουν εδώ; Γι’ αυτό δεν αναγκάστηκες να με αγαπήσεις; Πάρε τα χρήματα
και φύγε. Φύγε!” και δεν ήξερα τι να ‘κανα. Μα το θεό δεν κατάλαβα πως έγιναν
όλα αυτά. Ένιωσα ότι με έδιωξε. Έφυγα. Συγνώμη αφέντη μου.»
Δεν ήξερα πώς να νιώσω.
Κι αυτό το αφέντη μου με τρέλανε. «δεν θα ξαναπάω εκεί. Θα βρω άλλη δουλειά. Δεν
ξέρω τι να τους πω. Θα πω ότι θα πάω αύριο αλλά δεν θα πάω. Δεν θα ξαναπάω.» Αυτά
ήταν αρκετά για να τρελαθώ.
Την επόμενη μέρα πήρα τον αδελφό μου και πήγαμε στη
μικρή. Ξέραμε ότι θα ήταν μόνη της. Σάστισε όταν μας είδε «πού είναι η Μύρτα! Ούρλιαξε
και τώρα ήταν στ’ αλήθεια ένα μικρό κορίτσι. Τη στριμώξαμε στην κουζίνα. Βγάλαμε
τα παντελόνια μας και εγώ φώναξα λυσσασμένος «δεν σ’ αρέσει ο πούτσος ε; δεν σ’
αρέσει αυτό ε;» και της έχωσα στο μάτι της μέσα την καυλωμένη μου πούτσα. Ο αδελφός
μου την έγδυσε και την πήδηξε τρεις φορές. Καθ’ όλη τη διάρκεια εγώ της τον
έχωνα στο στόμα και έχυνα συνεχώς στη μούρη της. «δε σ αρέσει αυτό ε; για δες
το καλύτερα! Βρωμόπαιδο, κοίταξε την καλύτερα κακομαθημένο!» αφού ξεχαρμάνιασα
και η οργή μου κόπασε πήγα στο συρτάρι και πήρα τα χρήματα. «έλα» λέω στη
γυναίκα μου. «φεύγουμε από αυτό το βρωμότοπο.». «δεν γυρνάω πίσω» είπε
τραυλίζοντας. «είπα φεύγουμε». Ποτέ δεν είχα μιλήσει τόσο αποφασιστηκά στη ζωή
μου που η Μύρτα φοβισμένη με ακολούθησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου