Σήμερα δεν νιώθω ντροπή για τίποτε. Στις πέντε το χάραμα
μπήκα στον πρώτο προαστιακό γυμνή. Δεν με ένοιαζαν οι αντιδράσεις τους. Θα έδινα
μια παράσταση στο τσίρκο απόψε. Ήθελα να νιώθω άνετα σε όλο τον κόσμο όπου κι
αν ήμουν. Δεν άντεχα να κρύβομαι. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τα βλέμματά
τους. Κατέβηκα στο σύνταγμα και κοίταξα τον πρώτο ήλιο. Ερημωμένο τοπίο όπως μ’
αρέσει.
Μέσα στο σιντριβάνι δύο αγόρια είχαν μπει και βρέχονταν. Είχαν σκαμμένα
πρόσωπα και μάτια κατάμαυρα και έντονα. Θα ήταν έντεκα χρονών. Μόλις με είδαν
σάστισαν. Τα πλησίασα χαμογελώντας. Χωρίς να βγουν έξω τα άφησα να πειράξουν τις
ρώγες μου. Δεν δίστασαν να τις πιπιλήσουν. Είχαν άνισα δόντια και με πονούσαν
καθώς τις δάγκωναν. Άρχισα να χαϊδεύω τα κεφάλια τους με στοργή. Τα μαλλιά τους
ήταν βρώμικα όπως και το νερό στο σιντριβάνι. Μου άρεσε αυτό που συνέβαινε. Με τα
χέρια τους με άρπαξαν και με έριξαν μέσα.
Ξάπλωσα στο τοίχωμα κοιτάζοντας πάνω.
Άφησα το σώμα μου σαν πλαστελίνη στο έλεός τους. Μου άνοιξαν τα πόδια μέσα στο
νερό. Σηκώσαν ψηλά το αιδοίο μου που ΄χε πρηστεί και έμπηξαν τα μικρά τους χέρια
μέσα μου. Σαν να έψαχναν να κλέψουν κάτι. Το ένα έσκυψε και έβαλε τη μικρή του
γλωσσίτσα στην κλειτορίδα μου. Δεν έφερα καμία αντίσταση. Άρχισε να περνάει
κόσμος και αυτό μου έδινε περισσότερη ευχαρίστηση. Ένιωθα σαν πηλός. Το αγόρι
έγλειφε με μανία και το άλλο ζουλούσε τα τους γλουτούς μου σαν να άγγιζε πρώτη
φορά γυναικείες καμπύλες. Σήκωσε εκστατικό το βλέμμα και με κοίταξε με τα
κατάμαυρα μάτια του. Πλησίασε και πήγε να με φιλήσει.
Ένιωσα άσχημα και
τινάχτηκα μες το νερό. Το αγόρι που ρήμαζε την μικρή μου κλειτορίδα με τα
δόντια του πήγε να πνιγεί και αλαφιασμένο σήκωσε το κεφάλι του. Έφυγα
τινάζοντας τα νερά στο δρόμο. Το μουνί μου είχε πρηστεί άσχημα και μύριζε. Δεν
με ένοιαζε όμως τίποτα. Πήγαινα να δώσω μια παράσταση στο τσίρκο απόψε. Έφτασα
στα καμαρίνια και κοίταξα στον καθρέφτη. Ήμουν εγώ αλλά το βλέμμα μου είχε
γίνει ζόρικο. Σαν να μην έβλεπε, να ήθελε να βογκήξει, να σπάσει. Μέχρι το
απόγευμα καθόμουν άναυδη στο καμαρίνι μου. Κοίταζα και ξανακοίταζα στον
καθρέφτη και τίποτα δεν μου φαινόταν οικείο. Σαν να είχε έρθει εκείνη η μέρα,
ξαφνική, απρόσκλητη, που από μικρό κορίτσι την περίμενα. Η μέρα που θα αγγίξω
το άκρο της υπεροψίας και θα χαρίσω το σώμα μου στα παιδιά, τους άντρες, τους θεατές.
Ήμουν προορισμένη να γίνω αυτό το θέαμα.
Ένα ρίγος ανέβηκε στο κεφάλι μου.
Φόρεσα το πιο πλούσιο φουστάνι. Θα ακροβατούσα πάνω στα κεφάλια είκοσι ανθρώπων
δέκα φορές. Ύστερα θα κάναμε σχήματα με τα σώματά μας ανεβαίνοντας ο ένας πάνω
στον άλλον κι εγώ στην κορυφή. Δεν ήθελα να είμαι στην κορυφή. Ήθελα να
σέρνομαι στο πάτωμα γλύφοντάς τους τα πέλματα. Είχα μια ορμή να ξεχυθώ στον
κόσμο και να κάνω το ίδιο. Να αρχίσω να τους γδύνω όλους βγάζοντας ακατανόητα
ουρλιαχτά ηδονής. Όμως έπρεπε να ακολουθήσω αυτά που μας έλεγαν στις πρόβες. Το
θέαμα θέλει οργάνωση και αυτοπειθαρχία έλεγαν. Συγκέντρωση θέλει το θέαμα, να
είσαι εκεί για τους άλλους κι ας θες να τα τινάξεις όλα στον αέρα.
Βγήκαμε μετά τους ελέφαντες. Οι συνεργάτες μου στήθηκαν σε
μια σειρά ο ένας μετά των άλλον ισορροπώντας σ’ ένα χοντρό ξύλο. Ο πρώτος από αυτούς
μου έκανε πάτημα με τα χέρια του να ανέβω επάνω τους. Αντί όμως να ανέβω πήγα
και κάθισα στο κέντρο της σκηνής κοιτάζοντας πολύ έντονα τα πρόσωπα των ανθρώπων.
«Αυτό θέλετε;» ούρλιαξα ανοίγοντας τα πόδια μου επιδεικτικά. Σήκωσα το πελώριο
φουστάνι μου κι έχωσα το χέρι μου στον κόλπο μου. Με τεράστια ικανοποίηση
έβλεπα τα πρόσωπα των συνεργατών μου. Ο διευθυντής και το συνεργείο κατέβαιναν
στη σκηνή. Όμως ο κόσμος είχε σηκωθεί
πάνω και έκανε σαματά. Με μανία έγδερνα το μουνί μου κι άφησα ένα σατανικό
γέλιο να πλημυρίσει το αμφιθέατρο. «αυτό θέλετε!» ούρλιαζα μαινόμενη κι ένιωσα
να λάμπω για μια στιγμή απ’ τους μεγάλους προβολείς που πια κανείς δεν τους συντόνιζε.
Κανείς όμως δεν με σταμάτησε. Κανείς δεν με πλησίασε όση ώρα αυνανιζόμουν. Ένιωσα
το δέος τους, τον βαρύ τους πόθο για μένα που έβγαινε μέσα απ’ τα λαρύγγια τους
τραυματίζοντας τους λαιμούς τους. Οι φύλακες
των ζώων αποσυντονίστηκαν τόσο και τα ζωντανά άρχισαν να βγαίνουν απ’ τις κλούβες.
Επέφερα τόσο μεγάλο χάος που άρχισαν να βγαίνουν από μέσα μου φάλαινες. Μεγάλα
υδρόβια πλάσματα έβγαιναν να συναντήσουν τα ζώα της ξηράς. Μια επανένωση
βιβλική σχηματιζόταν μπροστά στο μισοτρελαμένο λάγνο βλέμμα μου. Έβλεπα τους ελέφαντες να τρέχουν κατά το βορά και τα άγρια πουλιά
να αγκαλιάζουν τα ερπετά με τις τεράστιες πολύχρωμες φτερούγες τους. Το
πρησμένο αιδοίο μου άρχισε τότε να τα ρουφά όλα. Όλα αυτά που εκτυλίσσονταν
μπροστά στα μάτια μου μαγνητίζονταν και συστέλλονταν . Όλα έρχονταν μέσα μου να
δοξάσουν το υγρό σώμα μου. Είχα σχεδόν καταπιεί ένα αμφιθέατρο. Και δεν ένιωθα
ούτε ντροπή ούτε μένος πια. Ήμουν εκεί για να ενέχω τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου