Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

αναμ΄νήσεις της αφής Vol.8

η Ori ήταν η κωφάλαλη φίλη μου. η Ori κι εγώ πήραμε το τρένο για τα ανατολικά. μαζί μας ήταν κι ο Dati, ένας περήφανος νέος, ψηλός με σκούρα χαρακτηριστικά που δεν καταδεχόταν να μας μιλήσει. Ήταν φίλος τη Ori. Το κοινό μας χαρακτηριστικό ήταν πως τα είχαμε χαμένα. αφού λοιπόν συμβουλεύτηκα έναν Yik, δηλαδή, στη χώρα μας, ένα δάσκαλο, φύγαμε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Στα ανατολικά θα μας υποδέχονταν τρεις άντρες από τη γη και θα μας μετέφεραν με Kafo-fh709 στο Ri κι από εκεί, στη γη. κανείς μας δεν είχε μέσα του κατασταλάξει για το κατά πόσο θέλαμε να γυρίσουμε στη γη διότι όπως είπα τα είχαμε τότε, όλοι χαμένα. η Ori στο τρένο σμίλευε ένα μικρό γλυπτό. είχε αφοσιωθεί πολύ με τον πηλό και τα χέρια της είχαν είχαν γίνει χάλια. εγώ την κοίταζα από την απέναντι θέση. υπήρχε μια παράξενη ατμόσφαιρα στο Kafo-fj302, το τρένο μας. Ξαφνικά σκέφτηκα την πολυπλοκότητα του τόπου που ζούσα ήδη επτά χρόνια. οι άνθρωποι είχαν κάνει τρομερή προσπάθεια, έχτισαν όλα αυτά τα πράγματα για να διευκολύνουν τη διαμονή μας στον πλανήτη, πέρασαν χρόνια κι ακόμα δεν είχαμε ιδέα σε τι χρησίμευαν, ας πούμε οι λαμπτήρες με το γαλάζιο φως στις εισόδους και εξόδους, οι έλικες στα σημεία βαρύτητας του κινητόδρομου, οι διακλαδώσεις στην προσομοίωση εγκεφάλου του νέου σταθμού στο Ri και στην Vsekta. σταμάτησα να σκέφτομαι όταν η Ori με κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια μου, θέλοντας προσοχή. είχε σμιλέψει ακόμα ένα γλυπτό. μου είπε πως το ένα ήμουν εγώ και το άλλο εκείνη. ύστερα με τα δυό της χέρια τα κόλλησε μεταξύ τους διαλύοντάς τα. άρχισε να γελάει ενώ ο Dati δίπλα μας την κοίταζε κάπως συνοφρυωμένος. εκείνη ακριβώς τη στιγμή της σύνθλιψης των δύο μικρών κεραμικών σωμάτων, έσβησαν τα φώτα και το τρένο ακινητοποιήθηκε σε μιλισέκοντ. τα πάντα γύρω μας ήταν κλειστά, ασφαλισμένα.
ο Dati θύμωσε τόσο που βάρεσε το χέρι του δυνατά στο τραπεζάκι που αιωρούνταν μπροστά του. "Αηδία!" ούρλιαξε. "αυτό το σύστημα είναι μια αηδία. να θες να φύγεις και να μην μπορείς. να σε παγιδεύουν σα το ζώο, και να σου λένε ότι όλα είναι υπερσύγχρονα! σκέτη σύγχυση, φρίκη! Αηδία!"
η ηλεκτρονική φωνή ακούστηκε "παρακαλείσθε να ανάψετε τα ηλεκτρικά φώτα μπροστά από τις θέσεις σας. Βλάβη. Όβερ." πάντα είχα ένα πρόβλημα με τα μικρά φώτα. άρχισα να βλέπω μέσα στο σκοτάδι μικρά χρωματάκια να ανοίγουν και τα 'χασα. πήγα να σηκωθώ, μέσα στη σύγχυση που με κατέβαλε, αλλά η Ori με τράβηξε κάτω. με αγκάλιασε σφιχτά στη θέση μου. καθόταν πάνω μου και μουρμούριζε το φόβο της στο αυτί μου. ο Dari άνοιξε το φωτάκι του. ήταν ηλεκτρομωβ-γαλάζιο. Μας κοίταζε εξαγριωμένος. Έπιασα την Ori απ' τους γλουτούς και την έσφιξα. "τι θα κάνω;" έλεγε και ξανάλεγε. "δεν θέλω να είμαι πουθενά. ούτε στη γη θέλω να πάω. είμαστε εγκλωβισμένοι στον κόσμο" "δεν μπορώ να ανασάνω" της έψελνα στο αυτί τρυφερά. "είναι όλοι άγνωστοι" έλεγε πάλι η Ori. "χανόμαστε" ο Dati σηκώθηκε απ' τη θέση του και άρχισε να μας δίνει κλωτσιές "συνέλθετε! αηδιαστικοί άνθρωποι! βουλώστε τα στόματά σας, σκουλήκια!" η Ori του όρμηξε. ήταν πολύ δυνατό κορίτσι. τον έριξε κάτω και του εγκλώβισε τα χέρια και τα πόδια. Δύο ακόμη τύποι τους πλησίασαν και προσπάθησαν να τους χωρίσουν. εγώ ένιωσα να χάνω οριστικά την αίσθηση του τόπου. δεν καταλάβαινα αν τα όσα έβλεπα ήταν αληθινά. δεν καταλάβαινα τίποτα.
οι τύποι καβάλησαν την Ori και της έφραζαν το στόμα με τα τεράστια χέρια τους. ο Dati σηκώθηκε και τους όρμηξε γρυλίζοντας σα θηρίο.  η Ori σχεδόν αναισθητοποιήθηκε. ο Dati την άρπαξε απ' το λαιμό και έφερε το πρόσωπό της ίσια στο δικό του "θα σκάσεις επιτέλους, σκύλα;" εκείνη τον κοίταζε ημιλυπόθυμη. τότε έχωσε δύο από τα δάχτυλά του στο στόμα της. έμοιαζαν να πονάνε κι οι δύο. έβγαλε τα σαλιωμένα του δάχτυλα από το στόμα της και τα έχωσε κάτω από τη φούστα της, πάντα κοιτάζοντάς την στα μάτια με λύσσα. η Ori δεν φορούσε εσώρουχο. έχωνε μανιακά τα δάχτυλά του στο αιδοίο της.  το βαγόνι γέμισε μυρωδιά κοριτσίστικων υγρών. διάφορες σκιές άρχισαν να την πλησιάζουν. της έσκισαν τα ρούχα και είδαν το λευκό της κορμί. ήταν ένα κορμί χωρίς καμία παραμόρφωση, ένα τέλειο αδύναμο κορμί. ο Dati έβγαλε το πέος του έξω απ' το παντελόνι του. ήταν τεράστιο και μακρύ. η Ori τρόμαξε τόσο όταν το είδε που λιποθύμησε. έβγαλαν κι άλλοι τα πέη τους και άρχισαν να μάχονται για το ποιος θα της το βάλει πρώτος στο στόμα. εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. το σώμα μου είχε παραλύσει και το μυαλό μου το ένιωθα κενό. ο πηλός που είχε μαζί της η Ori να φτιάχνει φιγούρες, χύθηκε από την ένταση των τρανταγμών. γέμισαν όλοι με λάσπη. ο Dati με δυνατή λυσσασμένη φωνή έλεγε:
"πρέπει να μάθεις να μην ουρλιάζεις, αηδιαστικό πλάσμα! όταν σε είδα στο Pirot, την πρώτη φορά σε κατάλαβα. είσαι απ' αυτές που τα χάνουν, με την πρώτη. τρελαίνεσαι και δεν αντέχεις. πάντα ήθελα να μάθω πόσο αντέχεις! την πρώτη μέρα που σε είδα ήσουν πολύ σκληρή. μου είπες ότι ταιριάζουμε , όταν σε ρώτησα γιατί ήρθες να με δεις. από τότε ήθελα να σου χώσω αυτό εδώ βαθιά μέσα σου για να μάθεις να μου λες αηδίες. κανείς δεν ταιριάζει με τίποτα, είσαι μια αηδιαστική γυναίκα. σαν όλες τις γυναίκες. σε μίσησα αλλά στο έπαιξα φίλος. σε μίσησα τόσο που ήθελα να σε σκοτώσω στο γαμήσι. σε είδα με αυτόν τον άνευρο φίλο σου να τρέχετε μαζί το πρωί, να πάρετε νίτρο πριν να τελειώσουν! πόσο αξιολύπητους άντρες μαζεύεις δίπλα σου!" τα μάτια του έλαμπαν κι άρχισε να φτύνει παντού ενώ επιτάχυνε διαρκώς το ρυθμό του. οι άντρες γύρω πετούσαν αδέξια το σπέρμα τους στο πρόσωπο της Ori. ΄διέκρινα μερικά φοβισμένα πρόσωπα κοριτσιών κρυμμένες στα καθίσματά τους να κλαίνε. αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάμαι.
όταν ξύπνησα είχαμε φτάσει στο Ri.  υπήρχαν φώτα γύρω μου και όλοι είχαν σηκωθεί και ετοίμαζαν τα πράγματά τους για αποβίβαση. η Ori δεν ήταν στη θέση της. πηλός δεν υπήρχε πουθενά. ο Dati, ντυμένος και με το συνηθισμένο του άγριο ύφος τακτοποιούσε τα πράγματά του. "έλα, πάμε στη γη."  μου λέει. "και καλά εκεί είναι όλοι κανονικοί" είπε και έσκασε μου ένα πανούργο χαμόγελο. ύστερα κατέβηκε μαζί με τους υπόλοιπους. δεν κατάφερα να κουνηθώ. το τρένο άδειασε και πέρασε μια γυναίκα. καθάριζε με προσοχή τα καθίσματα.  κατάφερα με δυσκολία να αρθρώσω μερικές λέξεις. "συγνώμη, δεσποινίς. υπήρξε βλάβη στο τρένο;" "όχι καμία βλάβη κύριε" μου αποκρίθηκε τρυφερά.
στο πρόσωπό της είδα την Ori να χαμογελάει φεύγοντας. το τρένο ξεκίνησε και πάλι για άλλο προορισμό. όλοι θα πήγαιναν στη γη να βοηθηθούν. να μάθουν να συμπεριφέρονται. να μιλήσουν και να γίνουν φυσιολογικοί. κανείς δεν άντεχε εδώ πια. ήταν ένα όνειρο να κατοικήσουμε εδώ πέρα. αλλά τα όνειρα είναι βρόμικα, είναι ψέματα. όλα είναι ψέματα. η Ori πάντα ήξερε τι σκέφτομαι. η Ori πάντα άκουγε τις σκέψεις μου κι ας μην μπορούσε να ακούσει. η Ori πάντα άκουγε. "δεν έχω ιδέα τι να κάνω." άνοιξα το συρτάρι μπροστά από την θέση μου. βρήκα δύο λιωμένα πήλινα κουκλάκια κι ένα σημείωμα "είχες μια άσχημη κρίση και με τρόμαξες με όσα έκανες. κατέβηκα στο σταθμό Fikam και θα γυρίσω αύριο στην Siga. δεν θέλω να γίνω καλά." Ori

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.7 - απολογία


γεύση.
βρίσκομαι στο έλεος των ανθρώπων.
με βλέπουν γυμνή.
γράφω γυμνή, παρατάω τον εαυτό μου στο χαρτί
και βρίσκομαι στα νύχια τους
ξέρεις τι λένε;
ότι είσαι, είσαι είσαι
σε χαρακτηρίζουν, σε προσβάλλουν, σε θέλουν αλύπητα
μουδιάζουν μεταξύ τους, κολλάνε, ιδρώνουν
και όλα αυτά ρε μου φέρνουν μια αηδία, μια ναυτία.
θέλησα να γράψω αντίστροφα.
για τη γεύση τους στο στόμα μου.
ότι αγγίζω είναι οικείο για τόσο λίγο
λίγο
αγγίζουμε και αγγιζόμαστε συνέχεια
και μετά πεθαίνουμε
συνέχεια.
δεν αγγίζω ποτέ τον εαυτό μου.
τον συχαίνομαι
συχαίνομαι.
ένας κόσμος γεμάτος κρέας
ορθωμένα πέη
αστεία
κρέας και κόκκινο και ξανά κρέας.
ανθρώπινο.

να τι κοινό έχω
με την πράξη της συνουσίας:

1νιώθω μια υπερηχητική μανία να φύγω από μέσα μου.
2μου αρέσει όταν εφάπτονται
όπως κομμάτια από παζλ το ένα μέσα στο άλλο
3απερίγραπτη οδύνη μέσα στα σώματα
4τρέλα αποκτήνωση
5διαρκής λαγνεία για όμοιο
για να το υπερβούμε με κάτι ανώτερο
6η ηδονή που ασκεί το ανώτερο
και μουδιάζει τον εγκέφαλο
7το τελείωμα
8τα μάτια που γυρίζουν από ένταση
και αποχαυνώνονται
9η μυσταγωγία των θορύβων
10η μουσική των θρήνων
11το αλλόκοτο ξέσπασμα
12η αέναη κίνηση
13η ανάμνηση της αφής, μετά
14η διάλυση, το αποτύπωμα, το οξύμωρο, οι λέξη, οι συνήθειες, το όνομα του πεθαμένου, το όραμα του ηλίθιου, η σκέψη, και ξανά το μούδιασμα.

μου αρέσει να μουδιάζω, αυτό είναι όλο.
να ανατριχιάζω.
ο έρωτας με ενώνει με τον κόσμο. με οδηγεί τυφλή ανάμεσα στους ανθρώπους
για να εκδιωχτώ απ' αυτούς
για να μιλήσω τη γλώσσα του απείρου πρέπει να γνωρίσω τους ανθρώπους και να φύγω μακριά τους.
βρωμάνε και είναι άθλιοι.
κυλιέμαι μαζί τους σ' ένα τεράστιο κυκλικό κρεατοχυμό.
αυτοί με κάνουν και τρέμω και θέλω να συνεχίσω να τρέμω
αλλιώς πλήξη.
τίποτα δεν θα γεννούσε το μυαλό μου χωρίς τους ανθρώπους.

γαμιέμαι με τέρατα γιατί αυτό είναι που τα κάνει τέρατα.

αν τους στερήσεις την ορμή, θα μείνει μόνο πλαδαρό  κρέας.

αναμνήσεις της αφής Vol.6

ξύπνησα στο νοσοκομείο στις 4 π.μ.
δύο άντρες με άσπρα κάθονταν δίπλα μου.
"υπάρχει μια πολύ παράξενη ενδομήτρια, ασθένεια. πρέπει να μας πείτε τι ακριβώς.. έχετε κάνει. με κάθε λεπτομέρεια"
τι να έκανα, τους είπα.
"με πέταξαν σ ένα βουνό όταν ήμουν μωρό ακόμα. δεν ξέρω ποιοί ήταν και δεν θυμάμαι. μια οικογένεια μεγάλων τριχωτών ζώων με βρήκε και με πήραν στη σπηλιά τους. αργότερα έμαθα πως λέγονταν λύκοι κι ότι όλοι οι άλλοι λύκοι ήταν η αγέλη τους. μου έφερναν να τρώω και έπινα γάλα από τα μαστάρια της μαμάς-λύκου. τη λέξη μαμά την ήξερα. τα άλλα τα έμαθα μετά. ένιωθα ασφάλεια μαζί τους. μόνο δύο απ' αυτούς, με μεγάλα σώματα ήταν επιθετικοί μαζί μου. όταν με έβρισκαν να πίνω το γάλα μου έβγαζαν τα δόντια τους και με φόβιζαν. αυτοί αγρίευαν και μεταξύ τους. μια φορά ήμουν μόνη στη σπηλιά. η αγέλη είχε βγει να κυνηγήσει. γύρισε πρώτος ο ένας απ' αυτούς που μου έδειχνε τα δόντια του. με πλησίασε πολύ για πρώτη φορά και άρχισε να με μυρίζει. ανατρίχιασα με την ανάσα του τόσο κοντά μου αλλά κρύωνα. και όταν κρύωνα δεν είχα ρούχα ή κουβέρτες, αυτά τα έμαθα αργότερα που με βρήκαν οι άνθρωποι. κι έτσι αγκάλιαζα το πλούσιο τρίχωμά τους για να ζεσταθώ. αγκάλιασα λοιπόν αυτό το λύκο για πρώτη φορά. είδα ένα πελώριο σκούρο πράγμα να ορθώνεται ανάμεσα στα πισινά του πόδια. τρόμαξα πολύ γιατί τον είδα να αγριεύει πάλι. πλησίασε τη μουσούδα του ανάμεσα στα δικά μου πόδια και μύρισε. όσο μύριζε το απειλητικό πράγμα κάτω από το σώμα του μεγάλωνε. τα χασα. άρχισα να συνειδητοποιώ πως είχα γίνει μούσκεμα. νόμισα πως κατουρήθηκα αλλά μύριζε κάπως αλλιώτικα. όπως ήμουν ξαπλωμένη ο μεγάλος αυτός λύκος ήρθε απότομα από πίσω μου και έχωσε αυτό το σκούρο παλούκι ανάμεσα στα πόδια μου. μπήκε μέσα μου κάτι πάρα πολύ σκληρό. με λύσσα άρχισε να κουνιέται. ήταν ασυγκράτητος, σάλια έτρεχαν απ' το στόμα του κι έβγαζε κάτι ήχους που μ' έκαναν να ζαλιστώ. το μυαλό μου θόλωσε και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να απολαμβάνω αυτό που μου γινόταν. είχαν μουδιάσει όλα τα άκρα μου και το σώμα μου ταρακουνιόταν σε πολύ γρήγορο ρυθμό. το θυμάμαι και τρέμω. μου άρεσε τόσο που επίτηδες έφερνα τα οπίσθιά μου όλο και πιο κοντά του, για να μου το βάζει βαθύτερα. μετά από λίγη ώρα άρχισα να κουράζομαι, αλλά ο λύκος είχε τρελαθεί τελείως. τίποτα δεν τον σταματούσε. έγειρα στο πλάι και προσπάθησα να φύγω. κατάφερα να σηκωθώ στα τέσσερα και προσπαθούσα να μπουσουλήσω μέχρι το άνοιγμα της σπηλιάς. ο λύκος όμως δεν ξεκολλούσε από πίσω μου. το μακρύ του πράγμα είχε μουσκέψει τελείως την περιοχή μου. μπαινόβγαινε πια με μεγάλη ευκολία, γλιστρούσε τόσο απλά, σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο! ξαφνικά το άνοιγμα της σπηλιάς σκοτείνιασε και φάνηκε ο άλλος λύκος, ο δεύτερος που νόμιζα πως ΄με αντιπαθούσε. μόλις είδε τον άλλο λύκο όρμηξε πάνω του. ο πρώτος όμως με τόση ορμή που είχε αναπτύξει πήδηξε πάνω του και τον έβαλε κάτω γρατζουνώντας με λύσσα τα μάτια του δεύτερου. τρόμαξα τόσο και ταυτόχρονα ένιωθα υγρά να τρέχουν από μέσα μου. έτρεμα και ένιωσα πως δεν μου άρεσε που βγήκε αυτό το υπέροχο πράγμα από μέσα μου. κοιτάζοντας τον τυφλωμένο πια δεύτερο λύκο απ' την οργή του πρώτου, του γαμιά μου, έφερνα ξανά στη μνήμη μου της συσπάσεις του μέσα μου. δεν κατάφερα να ξεφύγω απ' αυτή την  εικόνα. ήρθε πάλι κοντά μου και όπως ήμουν πεσμένη, σήκωσε τα οπίσθιά μου και μου το έχωσε ξανά. κοίταζα τον ημιλιπόθυμο αντίπαλό του όσο τον ένιωθα από πίσω μου να μπήγει με όλο και περισσότερη ταχύτητα το χοντρό του παλούκι μέσα μου. άρχισα να κλαίω και να ιδρώνω, από παν΄τού ένιωθα υγρά να βγαίνουν από το σώμα μου. άρχισα να νιώθω ένα ζεστό υγρό που δεν ήταν δικό μου να εισχωρεί στον κόλπο μου. τόσο ζεστό και πηχτό και δεν σταματούσε με τίποτα. ο λύκος είχε τώρα κολλήσει με τόση δύναμη πάνω μου και ούρλιαζε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. η αγέλη ερχόταν απ' το κυνήγι της. βρήκαν τον τυφλό λύκο λιπόθυμο, εμένα μέσα στα ζουμιά και τον δικό μου το λύκο κι αυτόν λιπόθυμο. η μητέρα γρύλισε και άρχισαν όλοι να πετσοκόβουν το κομμάτι κρέας που είχαν κουβαλήσει. εγώ δεν έφαγα ενώ στο δικό μου λύκο δεν έδωσαν. κάθε φορά που πλησίαζε το κρέας του γρύλιζαν. με τα πολλά έπεσε να κοιμηθεί νηστικός. το βράδυ όλοι είχαν αράξει και κοιμόντουσαν. εγώ όπως πάντα ανάμεσα στην πλούσια γούνα της μάνας. όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ.με απαλές κινήσεις κατάφερα να βγω απ' το τρίχωμά της και πλησίασα τον τυφλωμένο λύκο. είχε κοιμηθεί έξω απ' τη σπηλιά και μάλλον φοβότανε. ήταν κι αυτός άγριος μα τώρα που τον κοίταζα πληγωμένο με αίματα στο πρόσωπο ένιωσα ότι ήθελα να του δώσω τρυφερότητα. τον πλησίασα και ξύπνησε αμέσως. από τη μυρωδιά πρέπει να με κατάλαβε. ψαχούλεψα το τρίχωμά του και βρήκα την αντίστοιχη θέση που ήταν το παλούκι του άλλου. στη θέση του βρήκα ένα ζαρωμένο μικρό πραγματάκι. άρχισα να το χαϊδεύω και να το πιπιλάω χαϊδεύοντας την μεγάλη του όμορφη χαίτη. τότε ξαφνικά σαν να έγινε κάποιο μαγικό, αυτό άρχισε να μεγαλώνει και να σκληραίνει. κατέληξε να μη χωράει στο μικρό μου στόμα, αλλά όταν πήγα να αποτραβηχτώ μου πίεσε το κεφάλι προς τα κάτω, με τα μπροστινά του πόδια. κατάλαβα ότι του άρεσε πολύ και του έδινε χαρά, έτσι συνέχισα να το πιπιλάω ως εκεί που χωρούσε. όταν με άφησε να αποτραβηχτώ, τον έβαλα να με ακολουθήσει. καταλάβαινε από τη μυρωδιά πού ήμουν, μιας και δεν μπορούσε να με δει. πήγαμε στο ξέφωτο του δάσους. εκεί τον καθοδήγησα για το πως να με γαμήσει όπως ο άλλος. στήθηκα στα τέσσερα γιατί ήξερα ότι σε αυτή τη στάση έμπαινε καλύτερα και τον βοήθησα να σηκωθεί επάνω μου. δεν ήταν εύκολο γιατί ήταν πολύ βαρύς, αλλά όταν βρήκε το σημείο μου, έχωσε το πράγμα του χωρίς να το καταλάβω. βογγούσαμε και οι δύο σαν να κλαίγαμε. εγώ γιατί μου άρεσε τόσο πολύ και εκείνος ίσως επειδή δεν άντεχε τόση ευχαρίστηση. σ αυτό το σημείο με βρήκαν οι άνθρωποι μετά από πολλές μέρες και πολλά γαμήσια με τον τυφλωμένο λύκο. τον άλλο δεν τον ξαναείδα. και μετά από τόσα χρόνια είμαι εδώ και έχω πρόβλημα εκεί μέσα."
οι άντρες με τις άσπρες μπλούζες με κοιτούσαν άναυδοι.
"εσείς οι άνθρωποι ποτέ δεν θα με γαμούσατε έτσι. γι' αυτό αν έχω πρόβλημα επιστρέψτε με στο βουνό παρακαλώ, να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου έτσι: να με γαμάνε οι λύκοι...."