η Ori ήταν η κωφάλαλη φίλη μου. η Ori κι εγώ πήραμε το τρένο για τα ανατολικά. μαζί μας ήταν κι ο Dati, ένας περήφανος νέος, ψηλός με σκούρα χαρακτηριστικά που δεν καταδεχόταν να μας μιλήσει. Ήταν φίλος τη Ori. Το κοινό μας χαρακτηριστικό ήταν πως τα είχαμε χαμένα. αφού λοιπόν συμβουλεύτηκα έναν Yik, δηλαδή, στη χώρα μας, ένα δάσκαλο, φύγαμε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Στα ανατολικά θα μας υποδέχονταν τρεις άντρες από τη γη και θα μας μετέφεραν με Kafo-fh709 στο Ri κι από εκεί, στη γη. κανείς μας δεν είχε μέσα του κατασταλάξει για το κατά πόσο θέλαμε να γυρίσουμε στη γη διότι όπως είπα τα είχαμε τότε, όλοι χαμένα. η Ori στο τρένο σμίλευε ένα μικρό γλυπτό. είχε αφοσιωθεί πολύ με τον πηλό και τα χέρια της είχαν είχαν γίνει χάλια. εγώ την κοίταζα από την απέναντι θέση. υπήρχε μια παράξενη ατμόσφαιρα στο Kafo-fj302, το τρένο μας. Ξαφνικά σκέφτηκα την πολυπλοκότητα του τόπου που ζούσα ήδη επτά χρόνια. οι άνθρωποι είχαν κάνει τρομερή προσπάθεια, έχτισαν όλα αυτά τα πράγματα για να διευκολύνουν τη διαμονή μας στον πλανήτη, πέρασαν χρόνια κι ακόμα δεν είχαμε ιδέα σε τι χρησίμευαν, ας πούμε οι λαμπτήρες με το γαλάζιο φως στις εισόδους και εξόδους, οι έλικες στα σημεία βαρύτητας του κινητόδρομου, οι διακλαδώσεις στην προσομοίωση εγκεφάλου του νέου σταθμού στο Ri και στην Vsekta. σταμάτησα να σκέφτομαι όταν η Ori με κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια μου, θέλοντας προσοχή. είχε σμιλέψει ακόμα ένα γλυπτό. μου είπε πως το ένα ήμουν εγώ και το άλλο εκείνη. ύστερα με τα δυό της χέρια τα κόλλησε μεταξύ τους διαλύοντάς τα. άρχισε να γελάει ενώ ο Dati δίπλα μας την κοίταζε κάπως συνοφρυωμένος. εκείνη ακριβώς τη στιγμή της σύνθλιψης των δύο μικρών κεραμικών σωμάτων, έσβησαν τα φώτα και το τρένο ακινητοποιήθηκε σε μιλισέκοντ. τα πάντα γύρω μας ήταν κλειστά, ασφαλισμένα.
ο Dati θύμωσε τόσο που βάρεσε το χέρι του δυνατά στο τραπεζάκι που αιωρούνταν μπροστά του. "Αηδία!" ούρλιαξε. "αυτό το σύστημα είναι μια αηδία. να θες να φύγεις και να μην μπορείς. να σε παγιδεύουν σα το ζώο, και να σου λένε ότι όλα είναι υπερσύγχρονα! σκέτη σύγχυση, φρίκη! Αηδία!"
η ηλεκτρονική φωνή ακούστηκε "παρακαλείσθε να ανάψετε τα ηλεκτρικά φώτα μπροστά από τις θέσεις σας. Βλάβη. Όβερ." πάντα είχα ένα πρόβλημα με τα μικρά φώτα. άρχισα να βλέπω μέσα στο σκοτάδι μικρά χρωματάκια να ανοίγουν και τα 'χασα. πήγα να σηκωθώ, μέσα στη σύγχυση που με κατέβαλε, αλλά η Ori με τράβηξε κάτω. με αγκάλιασε σφιχτά στη θέση μου. καθόταν πάνω μου και μουρμούριζε το φόβο της στο αυτί μου. ο Dari άνοιξε το φωτάκι του. ήταν ηλεκτρομωβ-γαλάζιο. Μας κοίταζε εξαγριωμένος. Έπιασα την Ori απ' τους γλουτούς και την έσφιξα. "τι θα κάνω;" έλεγε και ξανάλεγε. "δεν θέλω να είμαι πουθενά. ούτε στη γη θέλω να πάω. είμαστε εγκλωβισμένοι στον κόσμο" "δεν μπορώ να ανασάνω" της έψελνα στο αυτί τρυφερά. "είναι όλοι άγνωστοι" έλεγε πάλι η Ori. "χανόμαστε" ο Dati σηκώθηκε απ' τη θέση του και άρχισε να μας δίνει κλωτσιές "συνέλθετε! αηδιαστικοί άνθρωποι! βουλώστε τα στόματά σας, σκουλήκια!" η Ori του όρμηξε. ήταν πολύ δυνατό κορίτσι. τον έριξε κάτω και του εγκλώβισε τα χέρια και τα πόδια. Δύο ακόμη τύποι τους πλησίασαν και προσπάθησαν να τους χωρίσουν. εγώ ένιωσα να χάνω οριστικά την αίσθηση του τόπου. δεν καταλάβαινα αν τα όσα έβλεπα ήταν αληθινά. δεν καταλάβαινα τίποτα.
οι τύποι καβάλησαν την Ori και της έφραζαν το στόμα με τα τεράστια χέρια τους. ο Dati σηκώθηκε και τους όρμηξε γρυλίζοντας σα θηρίο. η Ori σχεδόν αναισθητοποιήθηκε. ο Dati την άρπαξε απ' το λαιμό και έφερε το πρόσωπό της ίσια στο δικό του "θα σκάσεις επιτέλους, σκύλα;" εκείνη τον κοίταζε ημιλυπόθυμη. τότε έχωσε δύο από τα δάχτυλά του στο στόμα της. έμοιαζαν να πονάνε κι οι δύο. έβγαλε τα σαλιωμένα του δάχτυλα από το στόμα της και τα έχωσε κάτω από τη φούστα της, πάντα κοιτάζοντάς την στα μάτια με λύσσα. η Ori δεν φορούσε εσώρουχο. έχωνε μανιακά τα δάχτυλά του στο αιδοίο της. το βαγόνι γέμισε μυρωδιά κοριτσίστικων υγρών. διάφορες σκιές άρχισαν να την πλησιάζουν. της έσκισαν τα ρούχα και είδαν το λευκό της κορμί. ήταν ένα κορμί χωρίς καμία παραμόρφωση, ένα τέλειο αδύναμο κορμί. ο Dati έβγαλε το πέος του έξω απ' το παντελόνι του. ήταν τεράστιο και μακρύ. η Ori τρόμαξε τόσο όταν το είδε που λιποθύμησε. έβγαλαν κι άλλοι τα πέη τους και άρχισαν να μάχονται για το ποιος θα της το βάλει πρώτος στο στόμα. εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. το σώμα μου είχε παραλύσει και το μυαλό μου το ένιωθα κενό. ο πηλός που είχε μαζί της η Ori να φτιάχνει φιγούρες, χύθηκε από την ένταση των τρανταγμών. γέμισαν όλοι με λάσπη. ο Dati με δυνατή λυσσασμένη φωνή έλεγε:
"πρέπει να μάθεις να μην ουρλιάζεις, αηδιαστικό πλάσμα! όταν σε είδα στο Pirot, την πρώτη φορά σε κατάλαβα. είσαι απ' αυτές που τα χάνουν, με την πρώτη. τρελαίνεσαι και δεν αντέχεις. πάντα ήθελα να μάθω πόσο αντέχεις! την πρώτη μέρα που σε είδα ήσουν πολύ σκληρή. μου είπες ότι ταιριάζουμε , όταν σε ρώτησα γιατί ήρθες να με δεις. από τότε ήθελα να σου χώσω αυτό εδώ βαθιά μέσα σου για να μάθεις να μου λες αηδίες. κανείς δεν ταιριάζει με τίποτα, είσαι μια αηδιαστική γυναίκα. σαν όλες τις γυναίκες. σε μίσησα αλλά στο έπαιξα φίλος. σε μίσησα τόσο που ήθελα να σε σκοτώσω στο γαμήσι. σε είδα με αυτόν τον άνευρο φίλο σου να τρέχετε μαζί το πρωί, να πάρετε νίτρο πριν να τελειώσουν! πόσο αξιολύπητους άντρες μαζεύεις δίπλα σου!" τα μάτια του έλαμπαν κι άρχισε να φτύνει παντού ενώ επιτάχυνε διαρκώς το ρυθμό του. οι άντρες γύρω πετούσαν αδέξια το σπέρμα τους στο πρόσωπο της Ori. ΄διέκρινα μερικά φοβισμένα πρόσωπα κοριτσιών κρυμμένες στα καθίσματά τους να κλαίνε. αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάμαι.
όταν ξύπνησα είχαμε φτάσει στο Ri. υπήρχαν φώτα γύρω μου και όλοι είχαν σηκωθεί και ετοίμαζαν τα πράγματά τους για αποβίβαση. η Ori δεν ήταν στη θέση της. πηλός δεν υπήρχε πουθενά. ο Dati, ντυμένος και με το συνηθισμένο του άγριο ύφος τακτοποιούσε τα πράγματά του. "έλα, πάμε στη γη." μου λέει. "και καλά εκεί είναι όλοι κανονικοί" είπε και έσκασε μου ένα πανούργο χαμόγελο. ύστερα κατέβηκε μαζί με τους υπόλοιπους. δεν κατάφερα να κουνηθώ. το τρένο άδειασε και πέρασε μια γυναίκα. καθάριζε με προσοχή τα καθίσματα. κατάφερα με δυσκολία να αρθρώσω μερικές λέξεις. "συγνώμη, δεσποινίς. υπήρξε βλάβη στο τρένο;" "όχι καμία βλάβη κύριε" μου αποκρίθηκε τρυφερά.
στο πρόσωπό της είδα την Ori να χαμογελάει φεύγοντας. το τρένο ξεκίνησε και πάλι για άλλο προορισμό. όλοι θα πήγαιναν στη γη να βοηθηθούν. να μάθουν να συμπεριφέρονται. να μιλήσουν και να γίνουν φυσιολογικοί. κανείς δεν άντεχε εδώ πια. ήταν ένα όνειρο να κατοικήσουμε εδώ πέρα. αλλά τα όνειρα είναι βρόμικα, είναι ψέματα. όλα είναι ψέματα. η Ori πάντα ήξερε τι σκέφτομαι. η Ori πάντα άκουγε τις σκέψεις μου κι ας μην μπορούσε να ακούσει. η Ori πάντα άκουγε. "δεν έχω ιδέα τι να κάνω." άνοιξα το συρτάρι μπροστά από την θέση μου. βρήκα δύο λιωμένα πήλινα κουκλάκια κι ένα σημείωμα "είχες μια άσχημη κρίση και με τρόμαξες με όσα έκανες. κατέβηκα στο σταθμό Fikam και θα γυρίσω αύριο στην Siga. δεν θέλω να γίνω καλά." Ori
ο Dati θύμωσε τόσο που βάρεσε το χέρι του δυνατά στο τραπεζάκι που αιωρούνταν μπροστά του. "Αηδία!" ούρλιαξε. "αυτό το σύστημα είναι μια αηδία. να θες να φύγεις και να μην μπορείς. να σε παγιδεύουν σα το ζώο, και να σου λένε ότι όλα είναι υπερσύγχρονα! σκέτη σύγχυση, φρίκη! Αηδία!"
η ηλεκτρονική φωνή ακούστηκε "παρακαλείσθε να ανάψετε τα ηλεκτρικά φώτα μπροστά από τις θέσεις σας. Βλάβη. Όβερ." πάντα είχα ένα πρόβλημα με τα μικρά φώτα. άρχισα να βλέπω μέσα στο σκοτάδι μικρά χρωματάκια να ανοίγουν και τα 'χασα. πήγα να σηκωθώ, μέσα στη σύγχυση που με κατέβαλε, αλλά η Ori με τράβηξε κάτω. με αγκάλιασε σφιχτά στη θέση μου. καθόταν πάνω μου και μουρμούριζε το φόβο της στο αυτί μου. ο Dari άνοιξε το φωτάκι του. ήταν ηλεκτρομωβ-γαλάζιο. Μας κοίταζε εξαγριωμένος. Έπιασα την Ori απ' τους γλουτούς και την έσφιξα. "τι θα κάνω;" έλεγε και ξανάλεγε. "δεν θέλω να είμαι πουθενά. ούτε στη γη θέλω να πάω. είμαστε εγκλωβισμένοι στον κόσμο" "δεν μπορώ να ανασάνω" της έψελνα στο αυτί τρυφερά. "είναι όλοι άγνωστοι" έλεγε πάλι η Ori. "χανόμαστε" ο Dati σηκώθηκε απ' τη θέση του και άρχισε να μας δίνει κλωτσιές "συνέλθετε! αηδιαστικοί άνθρωποι! βουλώστε τα στόματά σας, σκουλήκια!" η Ori του όρμηξε. ήταν πολύ δυνατό κορίτσι. τον έριξε κάτω και του εγκλώβισε τα χέρια και τα πόδια. Δύο ακόμη τύποι τους πλησίασαν και προσπάθησαν να τους χωρίσουν. εγώ ένιωσα να χάνω οριστικά την αίσθηση του τόπου. δεν καταλάβαινα αν τα όσα έβλεπα ήταν αληθινά. δεν καταλάβαινα τίποτα.
οι τύποι καβάλησαν την Ori και της έφραζαν το στόμα με τα τεράστια χέρια τους. ο Dati σηκώθηκε και τους όρμηξε γρυλίζοντας σα θηρίο. η Ori σχεδόν αναισθητοποιήθηκε. ο Dati την άρπαξε απ' το λαιμό και έφερε το πρόσωπό της ίσια στο δικό του "θα σκάσεις επιτέλους, σκύλα;" εκείνη τον κοίταζε ημιλυπόθυμη. τότε έχωσε δύο από τα δάχτυλά του στο στόμα της. έμοιαζαν να πονάνε κι οι δύο. έβγαλε τα σαλιωμένα του δάχτυλα από το στόμα της και τα έχωσε κάτω από τη φούστα της, πάντα κοιτάζοντάς την στα μάτια με λύσσα. η Ori δεν φορούσε εσώρουχο. έχωνε μανιακά τα δάχτυλά του στο αιδοίο της. το βαγόνι γέμισε μυρωδιά κοριτσίστικων υγρών. διάφορες σκιές άρχισαν να την πλησιάζουν. της έσκισαν τα ρούχα και είδαν το λευκό της κορμί. ήταν ένα κορμί χωρίς καμία παραμόρφωση, ένα τέλειο αδύναμο κορμί. ο Dati έβγαλε το πέος του έξω απ' το παντελόνι του. ήταν τεράστιο και μακρύ. η Ori τρόμαξε τόσο όταν το είδε που λιποθύμησε. έβγαλαν κι άλλοι τα πέη τους και άρχισαν να μάχονται για το ποιος θα της το βάλει πρώτος στο στόμα. εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. το σώμα μου είχε παραλύσει και το μυαλό μου το ένιωθα κενό. ο πηλός που είχε μαζί της η Ori να φτιάχνει φιγούρες, χύθηκε από την ένταση των τρανταγμών. γέμισαν όλοι με λάσπη. ο Dati με δυνατή λυσσασμένη φωνή έλεγε:
"πρέπει να μάθεις να μην ουρλιάζεις, αηδιαστικό πλάσμα! όταν σε είδα στο Pirot, την πρώτη φορά σε κατάλαβα. είσαι απ' αυτές που τα χάνουν, με την πρώτη. τρελαίνεσαι και δεν αντέχεις. πάντα ήθελα να μάθω πόσο αντέχεις! την πρώτη μέρα που σε είδα ήσουν πολύ σκληρή. μου είπες ότι ταιριάζουμε , όταν σε ρώτησα γιατί ήρθες να με δεις. από τότε ήθελα να σου χώσω αυτό εδώ βαθιά μέσα σου για να μάθεις να μου λες αηδίες. κανείς δεν ταιριάζει με τίποτα, είσαι μια αηδιαστική γυναίκα. σαν όλες τις γυναίκες. σε μίσησα αλλά στο έπαιξα φίλος. σε μίσησα τόσο που ήθελα να σε σκοτώσω στο γαμήσι. σε είδα με αυτόν τον άνευρο φίλο σου να τρέχετε μαζί το πρωί, να πάρετε νίτρο πριν να τελειώσουν! πόσο αξιολύπητους άντρες μαζεύεις δίπλα σου!" τα μάτια του έλαμπαν κι άρχισε να φτύνει παντού ενώ επιτάχυνε διαρκώς το ρυθμό του. οι άντρες γύρω πετούσαν αδέξια το σπέρμα τους στο πρόσωπο της Ori. ΄διέκρινα μερικά φοβισμένα πρόσωπα κοριτσιών κρυμμένες στα καθίσματά τους να κλαίνε. αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάμαι.
όταν ξύπνησα είχαμε φτάσει στο Ri. υπήρχαν φώτα γύρω μου και όλοι είχαν σηκωθεί και ετοίμαζαν τα πράγματά τους για αποβίβαση. η Ori δεν ήταν στη θέση της. πηλός δεν υπήρχε πουθενά. ο Dati, ντυμένος και με το συνηθισμένο του άγριο ύφος τακτοποιούσε τα πράγματά του. "έλα, πάμε στη γη." μου λέει. "και καλά εκεί είναι όλοι κανονικοί" είπε και έσκασε μου ένα πανούργο χαμόγελο. ύστερα κατέβηκε μαζί με τους υπόλοιπους. δεν κατάφερα να κουνηθώ. το τρένο άδειασε και πέρασε μια γυναίκα. καθάριζε με προσοχή τα καθίσματα. κατάφερα με δυσκολία να αρθρώσω μερικές λέξεις. "συγνώμη, δεσποινίς. υπήρξε βλάβη στο τρένο;" "όχι καμία βλάβη κύριε" μου αποκρίθηκε τρυφερά.
στο πρόσωπό της είδα την Ori να χαμογελάει φεύγοντας. το τρένο ξεκίνησε και πάλι για άλλο προορισμό. όλοι θα πήγαιναν στη γη να βοηθηθούν. να μάθουν να συμπεριφέρονται. να μιλήσουν και να γίνουν φυσιολογικοί. κανείς δεν άντεχε εδώ πια. ήταν ένα όνειρο να κατοικήσουμε εδώ πέρα. αλλά τα όνειρα είναι βρόμικα, είναι ψέματα. όλα είναι ψέματα. η Ori πάντα ήξερε τι σκέφτομαι. η Ori πάντα άκουγε τις σκέψεις μου κι ας μην μπορούσε να ακούσει. η Ori πάντα άκουγε. "δεν έχω ιδέα τι να κάνω." άνοιξα το συρτάρι μπροστά από την θέση μου. βρήκα δύο λιωμένα πήλινα κουκλάκια κι ένα σημείωμα "είχες μια άσχημη κρίση και με τρόμαξες με όσα έκανες. κατέβηκα στο σταθμό Fikam και θα γυρίσω αύριο στην Siga. δεν θέλω να γίνω καλά." Ori
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου