Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.1



     Είμαι βρώμικος πολύ. Έχω να πλύνω το σώμα μου πολύ καιρό. Τα ρούχα μου έχουν μαυρίσει και ξεφτίσει. Ταξιδεύω στη δύση, περπατάω και έχω σκληρύνει.  Τα χέρια και τα πέλματά μου είναι τραχιά. όλο το πρωί προσπαθούσα να μετακινήσω μια μεγάλη πέτρα μπροστά από ένα σπήλαιο για να αποφύγω τον ήλιο. Όταν το έκανα ήμουν εξαντλημένος. Κοιμήθηκα πολύ μέσα στο σπήλαιο και έχασα το χρόνο. Δεν ήξερα τι συμβαίνει έξω. Έπρεπε να τραφώ.
   Την προηγούμενη μέρα πέρασα από μια πολιτεία. Άραξα σε μια παμπ και ήπια μια τεκίλα. Ένας άνθρωπος με κέρασε φτερούγες χήνας και ένα κορίτσι έκατσε να φάει μαζί μου. Δεν μιλήσαμε καθόλου. Καθόταν οκλαδόν στην καρέκλα και τα στηθάκια της ακουμπούσαν στο τραπέζι σαν να το έκοβαν στα δύο. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο με μπογιά αλλά φαινόταν καθαρή και απαλή. Με κοίταζε καθώς τρώγαμε. Δαγκώναμε με λύσσα τις φτερούγες, μάλλον ήταν κι αυτή πεινασμένη.
   Η εικόνα της μου ήρθε στο μυαλό όταν ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Το καυλί μου είχε παχύνει και τα χέρια μου ήταν ακόμη αδύναμα. Ένιωθα μια ζαλάδα κι ένα θυμό για κάτι. Ήθελα να χτυπήσω  κάποιον πολύ δυνατά. να πονέσω κάτι μέχρι να αρχίσει να σφαδάζει. Αφροί και σάλια έβγαιναν απ’ το στόμα μου. Κράτησα όλη μου τη δύναμη για να σύρω την πέτρα μέχρι να χωρέσω από το άνοιγμα. Όμως η καύλα μου πονούσε και κάτι μέσα μου αγωνιζόταν σα σφαχτάρι να εκτιναχτεί.
   Τώρα περπατάω και ζέχνω. Οι τρίχες μου έχουν γεμίσει μικρά έντομα. Πάω στη λίμνη Κόλχη. Εκεί βρίσκονται δύο Αβοριγίνες με την οικογένειά τους. Πριν από χρόνια τους υποσχέθηκα πως θα πάω να τους βρω. Άρχισε να νυχτώνει και το τοπίο είναι γαλάζιο και μουντό. Συνάντησα την κρύπτη με το σκαλισμένο σύμβολο. Πίσω από την κρύπτη τα νερά της λίμνης καταλήγουν και σταματούν. Μια γυναίκα πλένει τα πόδια της. Προσέχει πολύ μην πονέσει τον εαυτό της στα μυτερά πετρώματα που βρίσκονται γύρω της. Με βλέπει και για λίγο σταματά. Τη ρωτώ στη γλώσσα μου αν ξέρει που βρίσκονται οι Αβοριγίνες που ψάχνω. Όμως φαίνεται να μην καταλαβαίνει. Σκύβει πάνω απ’ το νερό αφήνοντας τα πλούσια στήθη της να αγγίξουν ελάχιστα. Δροσίζει τις ρώγες της με ευχαρίστηση. Μοιάζει να νιώθει οικειότητα, κάνει σαν να μην βρίσκομαι εκεί. Θυμώνω μαζί της και την πλησιάζω απειλητικά. Προσπαθώ να βρω άλλους τρόπους να μάθω αυτό που χρειάζομαι αλλά εκείνη χαμογελάει ξεδιάντροπα και εξαφανίζει το πρόσωπό της μέσα στα μαλλιά της.
   Μάλλον είδε το καυλί μου που ορθώθηκε μπροστά στα βλέφαρά της απότομα. Είχα ξεχάσει τόσο πως είναι οι αντιδράσεις των ανθρώπων. Ζούσα μόνος σε όλη τη διαδρομή μου ως εδώ και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι κάτι τέτοιο ήταν άσεμνο. Πλησίασα τη σκυμμένη γυναίκα και την ακούμπησα στο μέτωπο με την άκρη του ορθωμένου πέους μου. Βρώμαγε τόσο που το κατάλαβε. Απαλά έγειρε τα μαλλιά της  στον ώμο της και άρχισε να το περιεργάζεται με τη μικρή γλωσσίτσα της. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά αλλά καθαρά. Το κορμί της είχε μείνει ακίνητο και οι ρώγες τις είχαν φουσκώσει. Καθώς κουνούσε το σβέρκο της εκείνες άγγιξαν πάλι το νερό. Μια αίσθηση πολύ πρωτόγονη .
    Άρχισε να χώνει το πέος μου μέσα στο στοματάκι της με μεγάλη ευχαρίστηση. Είχε κλείσει τα μάτια και είχε ανοίξει τα βρεγμένα καθαρά πόδια της τόσο που έσταζαν μέσα στο νερό όλα τα υγρά έξω και μέσα απ’ το σώμα της. Ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένα ηχείο. Βρυχηθμοί έβγαιναν από όλο το σώμα που της παλλόταν για να παράγει αυτούς τους πρωτόγνωρους για εμένα ήχους. Λες και έβγαιναν απ την κοιλιά της, εκτοξεύονταν απ’ τα στήθια της και το κεφάλι της βούιζε σαν ζώου. Φοβόμουν να την αγγίξω. Η μόνη επαφή μας ήταν εκεί ένιωθα πως αν την πειράξω θα αφηνιάσει και θα με βλάψει. Εξάλλου είχα οικειοθελώς αφήσει το όργανό μου στο έλεός της. Και τότε ένα ρίγος άρχισε να ανεβαίνει από τα σκληρά μου πέλματα ως τους βολβούς των αυτιών. Σαν να θυμήθηκε το σώμα μου μια αρχαία αίσθηση.
    Ζαλιζόμουν βλέποντας από ψηλά το λεπτό κρανίο της με τα μαλλιά γερμένα πως ταρακουνιόταν. Ένας ζωικός παλμός, ένας άχρονος θεός με είχε εκείνη την ώρα. Και παρ’ όλη τη βρωμιά και την απελπισία της κούρασης που ένιωθα, ήμουν σαν ένα μωρό που του πιπιλούν το δάχτυλο για να σωπάσει. Αυτό όμως το αίσθημα εναλλασσόταν με εκείνο τον απαράμιλλο θυμό που ένιωθα στην αρχή. Ο αρχέγονος θυμός μου τέντωναν τους μύες του πέους μου και ασυναίσθητα το έχωνα βαθύτερα σ’ αυτή την κρύπτη. Γιατί ολόκληρη η κρύπτη ήταν ένα στόμα που με ρουφούσε μέσα του και δεν μπορούσα να αμυνθώ. Ο θυμός και η λύσσα μου ήταν ακίνδυνα γιατί τα είχε αφοπλίσει όλα πια αυτό το πλάσμα που η όψη του ήταν τώρα θολή μέσα στο ζαλισμένο κεφάλι μου. Δεν θυμόμουν.
   Χάθηκα σε σχήματα παραπλανητικά, είδα τους δύο Αβοριγίνες με την οικογένειά τους να με χτυπούν βάναυσα που αθέτησα την υπόσχεσή μου. Είδα το σπήλαιο που είχα βυθιστεί σε ύπνωση να με καταπίνει στο πηχτό του σκοτάδι. Είδα τη δύναμή μου, αυτή που με βοηθούσε πάντα να επιβιώνω να μεταμορφώνεται σε ένα απαλό μωρό παιδί που κλαίει και παρακαλάει να σταματήσουν να του πιπιλούν το δάχτυλο γιατί τέτοιες ηδονές δεν αντέχονται. Όταν κάτι γίνεται τόσο αβάσταχτο θες να εκκρίνεις κάτι. Μια μεγάλη ποσότητα όλων αυτών άρχισε να εκρέει απ’ το σώμα μου μέσα στην κρύπτη που με κατάπινε.
   Άδειαζα από όλα κι εκείνη δεν έφυγε μακριά μου. Κατάπιε και την τελευταία σταγόνα της εκχύλισής μου. Είχε αγαπήσει την ανάγκη μου τόσο, σαν να την ήξερε πριν φτάσω κοντά της. Γιατί υπάρχει πάντα ανάγκη όταν ένα πλάσμα πλησιάζει ένα άλλο πλάσμα. Το πιο όμορφο ταξίδι έγινε χωρίς να μιλάμε.

1 σχόλιο: