Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ρ-αφή γυμνού φορέματος σε Ωδείο (vol.9)

Ω Δ Ε Ι Ο Ν με το Δέλτα ξεχαρβαλωμένο να σκύβει ελαφρά προς τα κάτω
και σαπισμένοι τοίχοι
άδειες πλατιές σκάλες σε ορόφους
κι άλλους ορόφους πεταμένους από πάνω
δονούνται στην ηχώ κοριτσίστικων γέλιων.
ανεβαίνουν σα λυσσασμένες όλο και πιο πάνω
δεν τις βλέπει κανείς.
Η Ι και η Μ2 ακουμπισμένες στον τοίχο της αίθουσας με το αρχαίο πιάνο και τις καρέκλες
με τα ξεχαρβαλωμένα χέρια.
καπνίζουν
είναι μαθήτριες μιας πεθαμένης Δασκάλας που την αγαπούν και την επεξεργάζονται
η Μ2 μεγαλόσωμη, μυημένη στο σώμα, βαμμένη και έντονη, η Ι υπεροπτική, δεν θέλει να κοιτάξει την πόρτα που τρίζει
όταν ο γιός της Δασκάλας, Ν αφήνει το ημίφως να εισχωρήσει.
ο γιος της Δασκάλας, Ν λατρεύει ένα σώμα πλασμένο για να τραγουδά, αρπάζει την Ι με το κρυστάλλινο φόρεμα και το υψηλό χαμόγελο και τότε της λέει "είσαι τρομερά ψηλομύτα" και χώνεται κάτω απ' το πλούσιο φουστάνι της. 
Η Ι τσιρίζει υστερικά με τον τρόπο μιας υψιφώνου καθώς ο Ν ύπουλα βρίσκει το σημείο που του αρέσει.
"από εδώ πηγάζουν όλες οι θυσίες για την τέχνη" βρυχάται μέσα απ' το ύφασμα
η Μ2 που ζητά αυτή την αίσθηση όταν κλαίει, τρίβει απαλά το τεράστιο σώμα της στον κρύο τοίχο.
τα χέρια της αγαπούν αυτό το σημείο. κοιτάζει την Ι που ικετευτικά ψιθυρίζει "αυτό δεν είναι καθόλου σωστό"
ακούγονται βήματα στο διάδρομο και η Ν που μυρίζεται τα πάντα, μπαίνει σαν βασίλισσα με τα τακούνια της ηχηρά και λέει " εδώ όποιος δεν σέβεται το θάνατο, δεν μπορεί να αγαπήσει το σώμα μου"
ο Ν που έχει ρίξει στο πάτωμα την Ι, κοιτάζει τώρα έκπληκτος την Ν με το λυγισμένο σώμα.
τρέχει σ' αυτήν.
την θέλει λέει και την ρίχνει κάτω. η Μ2 συνεχίζει να χώνει βάναυσα τα δάχτυλά της μέσα της.
νιώθει άσκημη κι ανεπιθήμητη κι αυτή της δίνει μεγαλύτερη λύσσα. αντλεί ομορφιά από την Ν
η Ν χύνεται κάτω στο πάτωμα και αφήνει να φανεί η πλάτη της.
ο Ν γονατίζει και τις λύνει τα πίσω κορδόνια.
"είσαι σκέτη υπεροψία" της λέει χαμηλά και χώνει το μεγάλο του δάχτυλο στον κόλπο της Ν
είναι υγρή και σκοτεινή και πέφτει μπρούμητα χωρίς αντίσταση.
ο  Ν θωλομένος κατεβάζει τα ρούχα του και ακουμπά ελαφρά την άκρη του πέους του εκεί που θέλει.
ένα ρίγος ξεκινά από τα ακροδάχτυλα της Ν και καταλήγει κατευθείαν στο στομάχι του Ν
εισχωρεί κοιτάζοντας την λεπτή της μέση και αγγίζοντας τα κυκλικά τις οπίσθια. τα κάτω χείλη της βουρκώνουν.
η Ι νιώθει τεράστιο θυμό και μπουσουλάει προς το μέρος τους
το στόμα της Ν βγάζει τον πρώτο απόκοσμο ήχο
η Ι λέει "την έχει δαμάσει σα σκύλα, τώρα τον δέχεται χωρίς αντιρρήσεις!"
η Μ2 της προσφέρει τσιγάρο
η Μ2 αφήνει την μπλούζα της να πέσει στα πλάγια.
μεγάλα στρογγυλά ω βγαίνουν αργά απ' το στόμα της Ν καθώς σκυμένη δέχεται αυτό που της δίνεται.
ύστερα πιο μεγάλα κατακόρυφα α, και πλατιά μ, και τρομαγμένα βλέμματα προς τα πίσω.
η Μ2 γελά τρελαμένη και άδεια
η Ι μπαίνει στο οπτικό πεδίο της Ν. "η βασίλισσα δεν θα πρεπε να γαμιέται όπως εσύ" της λέει με μίσος, τη φτύνει στο πρόσωπο. "δεν είσαι τίποτα πια, είσαι ένα σκουπίδι στα μάτια μου" ξανά με υπεροψία της λέει. "είσαι σιχαμένη" και το πρόσωπό της συσπάται από κακία.
η Ν την κοιτάζει καθώς τα οπίσθιά της συσπώνται απ' την ορμή του γιου της Δασκάλας.
εκείνος σταθερά επικεντρωμένος και με χειρουργική ακρίβεια τρυπά την πονεμένη μήτρα της Ν, της βασίλισσας και αγαπημένης της Μητέρας του.
η Ν κοιτάζει με κόκκινο πρόσωπο την Ι ανέκφραστη.
η Μ2 υποπτεύεται πως τα λόγια της Ι την ερεθίζουν.
η Ν αρχίζει να χαμογελάει στην Ι καθώς γαμιέται.
ουρλιάζει από την αρχή του λαιμού μέχρι τη σταφυλή , κοιτάζοντάς την με εκδικητική επιδεικτικότητα."κοίτα" σαν να της λέει "εγώ το δέχομαι όπως εσύ δεν το αντέχεις. το εύθραυστο υψιλό μουνάκι σου θα πέθαινε από πόνο, γλυκιά μου"

οι φωνές αυτής της αίθουσας μοσικής συναντούν τα κοριτσίστικα γέλια στον τελευταίο όροφο.
η Μ1 τρέχει τις σκάλες να ακούσει. μυρίζει κάτι που της αρέσει και θα το ήθελε. για μια στιγμή σκέφτεται να μην ειδοποιήσει την Γ και την Δ.
όμως ντρέπεται να μπει μόνη.
τρέχει ξανά τις σκάλες μέχρι επάνω. στην ταράτσα η Γ και η Δ αγκαλιασμένες κοιτάζουν και ακούν, μαγεμένες τα ουρλιαχτά. "σαν να σφάζουν ένα σώμα που δονείται από ηδονή"
όλες μαζί κατεβαίνουν. οι Γ και Δ πάντα δεμένες σαν με σχοινιά, τα χέρια και τα σώματά τους ενωμένα σαν σιαμαίες.
"δείτε" λέει η Μ1 ανοίγοντας την πόρτα.
η μυρωδιά του σπέρματος ξεχύνεται στα πρόσωπά τους.
ο Ν έχει ξαπλώσει στο πάτωμα κοιτάζοντας τους αστραγάλους της Ν που σηκώνεται προσπαθώντας να μαζέψει το φόρεμά της. η Μ2 ανάβει τσιγάρο και το σβήνει ανάμεσα στα στήθη της κοιτάζοντας την Ν.
η Ι έχει φύγει.
στη θέα της Γ και της Δ ο Ν βλέπει ένα άγαλμα. η μία έχει κατεβάσει από τη μια μεριά τη μπλούζα της άλλης και διακριτικά χαϊδεύει το στήθος της. τα χέρια τους πάνε σταυρωτά. έχουν χαμηλωμένο βλέμμα και είναι ήσυχες.
φαίνεται να μην τις απασχολεί το σώμα του Ν όπως εκτίθεται γυμνό μπροστά τους. δεν θέλουν να κοιτάξουν.
 η Μ1 κοιτάζοντας την έκπληξη του Ν στη θέα των δύο κολλημένων κοριτσιών, αρχίζει να τις γδύνει μπροστά του. "κανείς δεν μπορεί να δει αυτή την ομορφιά που βλέπω" ψελλίζει ο Ν.
μαγεμένος πλησιάζει το δίδυμο αλλά δεν θέλει να αγγίξει.
η Δ τον κοιτάζει με λύπηση ενώ η Γ κρύβει το πρόσωπό της στον ώμο της Δ
η Μ1 θέλει κι εκείνη να ερεθίσει τον Ν γδύνοντας το δίδυμο άγαλμα μπροστά στα μάτια του με απαλές κοριτσίστικες κινήσεις.
όμως μια σκέψη περνά απ' το νου της "θα θελα μόνο εγώ να ερεθίσω τον Ν"
βλέποντας τόσα γυναικία σώματα γύρω της και τον Ν γυμνό και έρμαιό τους, παίρνει μια καρέκλα και την πετά πάνω στις Γ και Δ.
μα εκείνες έχουν τόσο απορροφηθεί απ' την ακινησία τους και τότε
μπροστά στα σκοτεινά γεμάτα πόθο και ζήλεια μάτια όλων
συντελείται το θαύμα.
η Γ και η Δ σπάνε σαν από μάρμαρο.
μικρά θρίψαλλα φτάνουν στο ανοιχτό στόμα του Ν
και του αποκαλύπεται ο έρωτας:
κάνωντας δικές του όλες τις υψίφωνες, θα κατακτούσε το ύψος της τέχνης
μα η φωνή του δεν θα μπορούσε πια τίποτα να πει μπροστά στη θέα ενός αληθινού έργου τέχνης που σπάει
αυτή εικόνα που δεν άγγιξε ποτέ απ ευθείας τον ευνούχησε

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

αναμ΄νήσεις της αφής Vol.8

η Ori ήταν η κωφάλαλη φίλη μου. η Ori κι εγώ πήραμε το τρένο για τα ανατολικά. μαζί μας ήταν κι ο Dati, ένας περήφανος νέος, ψηλός με σκούρα χαρακτηριστικά που δεν καταδεχόταν να μας μιλήσει. Ήταν φίλος τη Ori. Το κοινό μας χαρακτηριστικό ήταν πως τα είχαμε χαμένα. αφού λοιπόν συμβουλεύτηκα έναν Yik, δηλαδή, στη χώρα μας, ένα δάσκαλο, φύγαμε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Στα ανατολικά θα μας υποδέχονταν τρεις άντρες από τη γη και θα μας μετέφεραν με Kafo-fh709 στο Ri κι από εκεί, στη γη. κανείς μας δεν είχε μέσα του κατασταλάξει για το κατά πόσο θέλαμε να γυρίσουμε στη γη διότι όπως είπα τα είχαμε τότε, όλοι χαμένα. η Ori στο τρένο σμίλευε ένα μικρό γλυπτό. είχε αφοσιωθεί πολύ με τον πηλό και τα χέρια της είχαν είχαν γίνει χάλια. εγώ την κοίταζα από την απέναντι θέση. υπήρχε μια παράξενη ατμόσφαιρα στο Kafo-fj302, το τρένο μας. Ξαφνικά σκέφτηκα την πολυπλοκότητα του τόπου που ζούσα ήδη επτά χρόνια. οι άνθρωποι είχαν κάνει τρομερή προσπάθεια, έχτισαν όλα αυτά τα πράγματα για να διευκολύνουν τη διαμονή μας στον πλανήτη, πέρασαν χρόνια κι ακόμα δεν είχαμε ιδέα σε τι χρησίμευαν, ας πούμε οι λαμπτήρες με το γαλάζιο φως στις εισόδους και εξόδους, οι έλικες στα σημεία βαρύτητας του κινητόδρομου, οι διακλαδώσεις στην προσομοίωση εγκεφάλου του νέου σταθμού στο Ri και στην Vsekta. σταμάτησα να σκέφτομαι όταν η Ori με κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια μου, θέλοντας προσοχή. είχε σμιλέψει ακόμα ένα γλυπτό. μου είπε πως το ένα ήμουν εγώ και το άλλο εκείνη. ύστερα με τα δυό της χέρια τα κόλλησε μεταξύ τους διαλύοντάς τα. άρχισε να γελάει ενώ ο Dati δίπλα μας την κοίταζε κάπως συνοφρυωμένος. εκείνη ακριβώς τη στιγμή της σύνθλιψης των δύο μικρών κεραμικών σωμάτων, έσβησαν τα φώτα και το τρένο ακινητοποιήθηκε σε μιλισέκοντ. τα πάντα γύρω μας ήταν κλειστά, ασφαλισμένα.
ο Dati θύμωσε τόσο που βάρεσε το χέρι του δυνατά στο τραπεζάκι που αιωρούνταν μπροστά του. "Αηδία!" ούρλιαξε. "αυτό το σύστημα είναι μια αηδία. να θες να φύγεις και να μην μπορείς. να σε παγιδεύουν σα το ζώο, και να σου λένε ότι όλα είναι υπερσύγχρονα! σκέτη σύγχυση, φρίκη! Αηδία!"
η ηλεκτρονική φωνή ακούστηκε "παρακαλείσθε να ανάψετε τα ηλεκτρικά φώτα μπροστά από τις θέσεις σας. Βλάβη. Όβερ." πάντα είχα ένα πρόβλημα με τα μικρά φώτα. άρχισα να βλέπω μέσα στο σκοτάδι μικρά χρωματάκια να ανοίγουν και τα 'χασα. πήγα να σηκωθώ, μέσα στη σύγχυση που με κατέβαλε, αλλά η Ori με τράβηξε κάτω. με αγκάλιασε σφιχτά στη θέση μου. καθόταν πάνω μου και μουρμούριζε το φόβο της στο αυτί μου. ο Dari άνοιξε το φωτάκι του. ήταν ηλεκτρομωβ-γαλάζιο. Μας κοίταζε εξαγριωμένος. Έπιασα την Ori απ' τους γλουτούς και την έσφιξα. "τι θα κάνω;" έλεγε και ξανάλεγε. "δεν θέλω να είμαι πουθενά. ούτε στη γη θέλω να πάω. είμαστε εγκλωβισμένοι στον κόσμο" "δεν μπορώ να ανασάνω" της έψελνα στο αυτί τρυφερά. "είναι όλοι άγνωστοι" έλεγε πάλι η Ori. "χανόμαστε" ο Dati σηκώθηκε απ' τη θέση του και άρχισε να μας δίνει κλωτσιές "συνέλθετε! αηδιαστικοί άνθρωποι! βουλώστε τα στόματά σας, σκουλήκια!" η Ori του όρμηξε. ήταν πολύ δυνατό κορίτσι. τον έριξε κάτω και του εγκλώβισε τα χέρια και τα πόδια. Δύο ακόμη τύποι τους πλησίασαν και προσπάθησαν να τους χωρίσουν. εγώ ένιωσα να χάνω οριστικά την αίσθηση του τόπου. δεν καταλάβαινα αν τα όσα έβλεπα ήταν αληθινά. δεν καταλάβαινα τίποτα.
οι τύποι καβάλησαν την Ori και της έφραζαν το στόμα με τα τεράστια χέρια τους. ο Dati σηκώθηκε και τους όρμηξε γρυλίζοντας σα θηρίο.  η Ori σχεδόν αναισθητοποιήθηκε. ο Dati την άρπαξε απ' το λαιμό και έφερε το πρόσωπό της ίσια στο δικό του "θα σκάσεις επιτέλους, σκύλα;" εκείνη τον κοίταζε ημιλυπόθυμη. τότε έχωσε δύο από τα δάχτυλά του στο στόμα της. έμοιαζαν να πονάνε κι οι δύο. έβγαλε τα σαλιωμένα του δάχτυλα από το στόμα της και τα έχωσε κάτω από τη φούστα της, πάντα κοιτάζοντάς την στα μάτια με λύσσα. η Ori δεν φορούσε εσώρουχο. έχωνε μανιακά τα δάχτυλά του στο αιδοίο της.  το βαγόνι γέμισε μυρωδιά κοριτσίστικων υγρών. διάφορες σκιές άρχισαν να την πλησιάζουν. της έσκισαν τα ρούχα και είδαν το λευκό της κορμί. ήταν ένα κορμί χωρίς καμία παραμόρφωση, ένα τέλειο αδύναμο κορμί. ο Dati έβγαλε το πέος του έξω απ' το παντελόνι του. ήταν τεράστιο και μακρύ. η Ori τρόμαξε τόσο όταν το είδε που λιποθύμησε. έβγαλαν κι άλλοι τα πέη τους και άρχισαν να μάχονται για το ποιος θα της το βάλει πρώτος στο στόμα. εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. το σώμα μου είχε παραλύσει και το μυαλό μου το ένιωθα κενό. ο πηλός που είχε μαζί της η Ori να φτιάχνει φιγούρες, χύθηκε από την ένταση των τρανταγμών. γέμισαν όλοι με λάσπη. ο Dati με δυνατή λυσσασμένη φωνή έλεγε:
"πρέπει να μάθεις να μην ουρλιάζεις, αηδιαστικό πλάσμα! όταν σε είδα στο Pirot, την πρώτη φορά σε κατάλαβα. είσαι απ' αυτές που τα χάνουν, με την πρώτη. τρελαίνεσαι και δεν αντέχεις. πάντα ήθελα να μάθω πόσο αντέχεις! την πρώτη μέρα που σε είδα ήσουν πολύ σκληρή. μου είπες ότι ταιριάζουμε , όταν σε ρώτησα γιατί ήρθες να με δεις. από τότε ήθελα να σου χώσω αυτό εδώ βαθιά μέσα σου για να μάθεις να μου λες αηδίες. κανείς δεν ταιριάζει με τίποτα, είσαι μια αηδιαστική γυναίκα. σαν όλες τις γυναίκες. σε μίσησα αλλά στο έπαιξα φίλος. σε μίσησα τόσο που ήθελα να σε σκοτώσω στο γαμήσι. σε είδα με αυτόν τον άνευρο φίλο σου να τρέχετε μαζί το πρωί, να πάρετε νίτρο πριν να τελειώσουν! πόσο αξιολύπητους άντρες μαζεύεις δίπλα σου!" τα μάτια του έλαμπαν κι άρχισε να φτύνει παντού ενώ επιτάχυνε διαρκώς το ρυθμό του. οι άντρες γύρω πετούσαν αδέξια το σπέρμα τους στο πρόσωπο της Ori. ΄διέκρινα μερικά φοβισμένα πρόσωπα κοριτσιών κρυμμένες στα καθίσματά τους να κλαίνε. αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάμαι.
όταν ξύπνησα είχαμε φτάσει στο Ri.  υπήρχαν φώτα γύρω μου και όλοι είχαν σηκωθεί και ετοίμαζαν τα πράγματά τους για αποβίβαση. η Ori δεν ήταν στη θέση της. πηλός δεν υπήρχε πουθενά. ο Dati, ντυμένος και με το συνηθισμένο του άγριο ύφος τακτοποιούσε τα πράγματά του. "έλα, πάμε στη γη."  μου λέει. "και καλά εκεί είναι όλοι κανονικοί" είπε και έσκασε μου ένα πανούργο χαμόγελο. ύστερα κατέβηκε μαζί με τους υπόλοιπους. δεν κατάφερα να κουνηθώ. το τρένο άδειασε και πέρασε μια γυναίκα. καθάριζε με προσοχή τα καθίσματα.  κατάφερα με δυσκολία να αρθρώσω μερικές λέξεις. "συγνώμη, δεσποινίς. υπήρξε βλάβη στο τρένο;" "όχι καμία βλάβη κύριε" μου αποκρίθηκε τρυφερά.
στο πρόσωπό της είδα την Ori να χαμογελάει φεύγοντας. το τρένο ξεκίνησε και πάλι για άλλο προορισμό. όλοι θα πήγαιναν στη γη να βοηθηθούν. να μάθουν να συμπεριφέρονται. να μιλήσουν και να γίνουν φυσιολογικοί. κανείς δεν άντεχε εδώ πια. ήταν ένα όνειρο να κατοικήσουμε εδώ πέρα. αλλά τα όνειρα είναι βρόμικα, είναι ψέματα. όλα είναι ψέματα. η Ori πάντα ήξερε τι σκέφτομαι. η Ori πάντα άκουγε τις σκέψεις μου κι ας μην μπορούσε να ακούσει. η Ori πάντα άκουγε. "δεν έχω ιδέα τι να κάνω." άνοιξα το συρτάρι μπροστά από την θέση μου. βρήκα δύο λιωμένα πήλινα κουκλάκια κι ένα σημείωμα "είχες μια άσχημη κρίση και με τρόμαξες με όσα έκανες. κατέβηκα στο σταθμό Fikam και θα γυρίσω αύριο στην Siga. δεν θέλω να γίνω καλά." Ori

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.7 - απολογία


γεύση.
βρίσκομαι στο έλεος των ανθρώπων.
με βλέπουν γυμνή.
γράφω γυμνή, παρατάω τον εαυτό μου στο χαρτί
και βρίσκομαι στα νύχια τους
ξέρεις τι λένε;
ότι είσαι, είσαι είσαι
σε χαρακτηρίζουν, σε προσβάλλουν, σε θέλουν αλύπητα
μουδιάζουν μεταξύ τους, κολλάνε, ιδρώνουν
και όλα αυτά ρε μου φέρνουν μια αηδία, μια ναυτία.
θέλησα να γράψω αντίστροφα.
για τη γεύση τους στο στόμα μου.
ότι αγγίζω είναι οικείο για τόσο λίγο
λίγο
αγγίζουμε και αγγιζόμαστε συνέχεια
και μετά πεθαίνουμε
συνέχεια.
δεν αγγίζω ποτέ τον εαυτό μου.
τον συχαίνομαι
συχαίνομαι.
ένας κόσμος γεμάτος κρέας
ορθωμένα πέη
αστεία
κρέας και κόκκινο και ξανά κρέας.
ανθρώπινο.

να τι κοινό έχω
με την πράξη της συνουσίας:

1νιώθω μια υπερηχητική μανία να φύγω από μέσα μου.
2μου αρέσει όταν εφάπτονται
όπως κομμάτια από παζλ το ένα μέσα στο άλλο
3απερίγραπτη οδύνη μέσα στα σώματα
4τρέλα αποκτήνωση
5διαρκής λαγνεία για όμοιο
για να το υπερβούμε με κάτι ανώτερο
6η ηδονή που ασκεί το ανώτερο
και μουδιάζει τον εγκέφαλο
7το τελείωμα
8τα μάτια που γυρίζουν από ένταση
και αποχαυνώνονται
9η μυσταγωγία των θορύβων
10η μουσική των θρήνων
11το αλλόκοτο ξέσπασμα
12η αέναη κίνηση
13η ανάμνηση της αφής, μετά
14η διάλυση, το αποτύπωμα, το οξύμωρο, οι λέξη, οι συνήθειες, το όνομα του πεθαμένου, το όραμα του ηλίθιου, η σκέψη, και ξανά το μούδιασμα.

μου αρέσει να μουδιάζω, αυτό είναι όλο.
να ανατριχιάζω.
ο έρωτας με ενώνει με τον κόσμο. με οδηγεί τυφλή ανάμεσα στους ανθρώπους
για να εκδιωχτώ απ' αυτούς
για να μιλήσω τη γλώσσα του απείρου πρέπει να γνωρίσω τους ανθρώπους και να φύγω μακριά τους.
βρωμάνε και είναι άθλιοι.
κυλιέμαι μαζί τους σ' ένα τεράστιο κυκλικό κρεατοχυμό.
αυτοί με κάνουν και τρέμω και θέλω να συνεχίσω να τρέμω
αλλιώς πλήξη.
τίποτα δεν θα γεννούσε το μυαλό μου χωρίς τους ανθρώπους.

γαμιέμαι με τέρατα γιατί αυτό είναι που τα κάνει τέρατα.

αν τους στερήσεις την ορμή, θα μείνει μόνο πλαδαρό  κρέας.

αναμνήσεις της αφής Vol.6

ξύπνησα στο νοσοκομείο στις 4 π.μ.
δύο άντρες με άσπρα κάθονταν δίπλα μου.
"υπάρχει μια πολύ παράξενη ενδομήτρια, ασθένεια. πρέπει να μας πείτε τι ακριβώς.. έχετε κάνει. με κάθε λεπτομέρεια"
τι να έκανα, τους είπα.
"με πέταξαν σ ένα βουνό όταν ήμουν μωρό ακόμα. δεν ξέρω ποιοί ήταν και δεν θυμάμαι. μια οικογένεια μεγάλων τριχωτών ζώων με βρήκε και με πήραν στη σπηλιά τους. αργότερα έμαθα πως λέγονταν λύκοι κι ότι όλοι οι άλλοι λύκοι ήταν η αγέλη τους. μου έφερναν να τρώω και έπινα γάλα από τα μαστάρια της μαμάς-λύκου. τη λέξη μαμά την ήξερα. τα άλλα τα έμαθα μετά. ένιωθα ασφάλεια μαζί τους. μόνο δύο απ' αυτούς, με μεγάλα σώματα ήταν επιθετικοί μαζί μου. όταν με έβρισκαν να πίνω το γάλα μου έβγαζαν τα δόντια τους και με φόβιζαν. αυτοί αγρίευαν και μεταξύ τους. μια φορά ήμουν μόνη στη σπηλιά. η αγέλη είχε βγει να κυνηγήσει. γύρισε πρώτος ο ένας απ' αυτούς που μου έδειχνε τα δόντια του. με πλησίασε πολύ για πρώτη φορά και άρχισε να με μυρίζει. ανατρίχιασα με την ανάσα του τόσο κοντά μου αλλά κρύωνα. και όταν κρύωνα δεν είχα ρούχα ή κουβέρτες, αυτά τα έμαθα αργότερα που με βρήκαν οι άνθρωποι. κι έτσι αγκάλιαζα το πλούσιο τρίχωμά τους για να ζεσταθώ. αγκάλιασα λοιπόν αυτό το λύκο για πρώτη φορά. είδα ένα πελώριο σκούρο πράγμα να ορθώνεται ανάμεσα στα πισινά του πόδια. τρόμαξα πολύ γιατί τον είδα να αγριεύει πάλι. πλησίασε τη μουσούδα του ανάμεσα στα δικά μου πόδια και μύρισε. όσο μύριζε το απειλητικό πράγμα κάτω από το σώμα του μεγάλωνε. τα χασα. άρχισα να συνειδητοποιώ πως είχα γίνει μούσκεμα. νόμισα πως κατουρήθηκα αλλά μύριζε κάπως αλλιώτικα. όπως ήμουν ξαπλωμένη ο μεγάλος αυτός λύκος ήρθε απότομα από πίσω μου και έχωσε αυτό το σκούρο παλούκι ανάμεσα στα πόδια μου. μπήκε μέσα μου κάτι πάρα πολύ σκληρό. με λύσσα άρχισε να κουνιέται. ήταν ασυγκράτητος, σάλια έτρεχαν απ' το στόμα του κι έβγαζε κάτι ήχους που μ' έκαναν να ζαλιστώ. το μυαλό μου θόλωσε και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να απολαμβάνω αυτό που μου γινόταν. είχαν μουδιάσει όλα τα άκρα μου και το σώμα μου ταρακουνιόταν σε πολύ γρήγορο ρυθμό. το θυμάμαι και τρέμω. μου άρεσε τόσο που επίτηδες έφερνα τα οπίσθιά μου όλο και πιο κοντά του, για να μου το βάζει βαθύτερα. μετά από λίγη ώρα άρχισα να κουράζομαι, αλλά ο λύκος είχε τρελαθεί τελείως. τίποτα δεν τον σταματούσε. έγειρα στο πλάι και προσπάθησα να φύγω. κατάφερα να σηκωθώ στα τέσσερα και προσπαθούσα να μπουσουλήσω μέχρι το άνοιγμα της σπηλιάς. ο λύκος όμως δεν ξεκολλούσε από πίσω μου. το μακρύ του πράγμα είχε μουσκέψει τελείως την περιοχή μου. μπαινόβγαινε πια με μεγάλη ευκολία, γλιστρούσε τόσο απλά, σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο! ξαφνικά το άνοιγμα της σπηλιάς σκοτείνιασε και φάνηκε ο άλλος λύκος, ο δεύτερος που νόμιζα πως ΄με αντιπαθούσε. μόλις είδε τον άλλο λύκο όρμηξε πάνω του. ο πρώτος όμως με τόση ορμή που είχε αναπτύξει πήδηξε πάνω του και τον έβαλε κάτω γρατζουνώντας με λύσσα τα μάτια του δεύτερου. τρόμαξα τόσο και ταυτόχρονα ένιωθα υγρά να τρέχουν από μέσα μου. έτρεμα και ένιωσα πως δεν μου άρεσε που βγήκε αυτό το υπέροχο πράγμα από μέσα μου. κοιτάζοντας τον τυφλωμένο πια δεύτερο λύκο απ' την οργή του πρώτου, του γαμιά μου, έφερνα ξανά στη μνήμη μου της συσπάσεις του μέσα μου. δεν κατάφερα να ξεφύγω απ' αυτή την  εικόνα. ήρθε πάλι κοντά μου και όπως ήμουν πεσμένη, σήκωσε τα οπίσθιά μου και μου το έχωσε ξανά. κοίταζα τον ημιλιπόθυμο αντίπαλό του όσο τον ένιωθα από πίσω μου να μπήγει με όλο και περισσότερη ταχύτητα το χοντρό του παλούκι μέσα μου. άρχισα να κλαίω και να ιδρώνω, από παν΄τού ένιωθα υγρά να βγαίνουν από το σώμα μου. άρχισα να νιώθω ένα ζεστό υγρό που δεν ήταν δικό μου να εισχωρεί στον κόλπο μου. τόσο ζεστό και πηχτό και δεν σταματούσε με τίποτα. ο λύκος είχε τώρα κολλήσει με τόση δύναμη πάνω μου και ούρλιαζε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. η αγέλη ερχόταν απ' το κυνήγι της. βρήκαν τον τυφλό λύκο λιπόθυμο, εμένα μέσα στα ζουμιά και τον δικό μου το λύκο κι αυτόν λιπόθυμο. η μητέρα γρύλισε και άρχισαν όλοι να πετσοκόβουν το κομμάτι κρέας που είχαν κουβαλήσει. εγώ δεν έφαγα ενώ στο δικό μου λύκο δεν έδωσαν. κάθε φορά που πλησίαζε το κρέας του γρύλιζαν. με τα πολλά έπεσε να κοιμηθεί νηστικός. το βράδυ όλοι είχαν αράξει και κοιμόντουσαν. εγώ όπως πάντα ανάμεσα στην πλούσια γούνα της μάνας. όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ.με απαλές κινήσεις κατάφερα να βγω απ' το τρίχωμά της και πλησίασα τον τυφλωμένο λύκο. είχε κοιμηθεί έξω απ' τη σπηλιά και μάλλον φοβότανε. ήταν κι αυτός άγριος μα τώρα που τον κοίταζα πληγωμένο με αίματα στο πρόσωπο ένιωσα ότι ήθελα να του δώσω τρυφερότητα. τον πλησίασα και ξύπνησε αμέσως. από τη μυρωδιά πρέπει να με κατάλαβε. ψαχούλεψα το τρίχωμά του και βρήκα την αντίστοιχη θέση που ήταν το παλούκι του άλλου. στη θέση του βρήκα ένα ζαρωμένο μικρό πραγματάκι. άρχισα να το χαϊδεύω και να το πιπιλάω χαϊδεύοντας την μεγάλη του όμορφη χαίτη. τότε ξαφνικά σαν να έγινε κάποιο μαγικό, αυτό άρχισε να μεγαλώνει και να σκληραίνει. κατέληξε να μη χωράει στο μικρό μου στόμα, αλλά όταν πήγα να αποτραβηχτώ μου πίεσε το κεφάλι προς τα κάτω, με τα μπροστινά του πόδια. κατάλαβα ότι του άρεσε πολύ και του έδινε χαρά, έτσι συνέχισα να το πιπιλάω ως εκεί που χωρούσε. όταν με άφησε να αποτραβηχτώ, τον έβαλα να με ακολουθήσει. καταλάβαινε από τη μυρωδιά πού ήμουν, μιας και δεν μπορούσε να με δει. πήγαμε στο ξέφωτο του δάσους. εκεί τον καθοδήγησα για το πως να με γαμήσει όπως ο άλλος. στήθηκα στα τέσσερα γιατί ήξερα ότι σε αυτή τη στάση έμπαινε καλύτερα και τον βοήθησα να σηκωθεί επάνω μου. δεν ήταν εύκολο γιατί ήταν πολύ βαρύς, αλλά όταν βρήκε το σημείο μου, έχωσε το πράγμα του χωρίς να το καταλάβω. βογγούσαμε και οι δύο σαν να κλαίγαμε. εγώ γιατί μου άρεσε τόσο πολύ και εκείνος ίσως επειδή δεν άντεχε τόση ευχαρίστηση. σ αυτό το σημείο με βρήκαν οι άνθρωποι μετά από πολλές μέρες και πολλά γαμήσια με τον τυφλωμένο λύκο. τον άλλο δεν τον ξαναείδα. και μετά από τόσα χρόνια είμαι εδώ και έχω πρόβλημα εκεί μέσα."
οι άντρες με τις άσπρες μπλούζες με κοιτούσαν άναυδοι.
"εσείς οι άνθρωποι ποτέ δεν θα με γαμούσατε έτσι. γι' αυτό αν έχω πρόβλημα επιστρέψτε με στο βουνό παρακαλώ, να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου έτσι: να με γαμάνε οι λύκοι...."

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.5

   έκανε κρύο όταν φτάσαμε. ο μικρός δεν είχε καταλάβει ότι πηγαίναμε στο νοσοκομείο. ηταν απόγευμα και ήταν ανοιχτά μεγάλα παράθυρα. το πάτωμα ήταν πορτοκαλί από τον ήλιο. σαν τηλεκατευθυνόμενο πάτησα το κουμπί πέντε μέσα στο ασανσέρ. ο μικρός δεν είχε δει το νοσοκομείο του νησιού και έκανε σαν να βρισκόταν σε παιχνιδότοπο. εγώ δε μιλούσα ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος από την προηγούμενη νύχτα.
   η μαμά είχε κοιμηθεί από τις έντεκα. η τηλεόραση είχε χαλάσει και δεν έκλεινε. μου άρεσαν εκείνα τα βράδια στο νοσοκομείο με ένα παράξενο νοσηρό τρόπο. χθες όπως παραδέχτηκα στον εαυτό μου όσο ανεβαίναμε με τον μικρό, ότι το είχα παρακάνει.. το μπλε τις τηλεόρασης έπεφτε πάνω στον ορό της μαμάς και πάνω του ακριβώς τον έβγαλα και τον έπαιξα. συνήθως έβγαινα στο διάδρομο κατά τις τέσσερις που δεν υπήρχε κανείς. σπάνια αρρωσταίνουν σ' αυτό το νησί. μάλλον οι περισσότεροι βαριούνται να γίνουν καλά και αφήνονται να πεθάνουν προκειμένου να 'ρθουν εδώ πάνω.
   όμως χθες άκουσα φωνές στο διάδρομο και δεν βγήκα. τον έπαιξα αρκετή ώρα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο. ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανα. σπέρμα ζεστό, καταπιεσμένο λέρωσε τα σεντόνια. ούτε που τα σκούπισα. αποχαυνωμένος έβαλα τη φόρμα μου και αφέθηκα στην τηλεόραση.
   φτάσαμε και ο μικρός ξεχύθηκε στο διάδρομο. "πού είναι; να χτυπήσω εδώ;" τον αποπήρα και αμίλητος άνοιξα την πόρτα του δωματίου της μαμάς. τα χθεσινά μου κατορθώματα βρώμαγαν ακόμα. όμως η μαμά δεν ήταν εκεί. στο παράθυρο, αντί γι' αυτήν στεκόταν μια γυναίκα άγνωστη. μας κοίταξε σαν να μας περίμενε από ώρα/ ήταν τρομακτικά ήρεμη. χάρισε στον μικρό ένα τρυφερό χαμόγελο και μετά κοίταξε εμένα με μεγάλη υπεροψία. φαινόταν να με μισεί.
   ζαλισμένος όπως ήμουν σκέφτηκα να διώξω το μικρό απ' το δωμάτιο. φαινόταν σαν να θέλει να με επιπλήξει για κάτι. όμως πριν προλάβω να μιλήσω με πλησίασε αποφασιστικά. φορούσε ένα χυτό φουστάνι από λεπτό ύφασμα που άφηνε τις ρωγες τις να κρέμονται επιδεικτικά. τη στιγμή που τις παρατήρησα, κόλλησαν πάνω μου.
   το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο δολοφόνου. το βλέμμα της με παρέλυσε, κοιτάζοντάς την ένιωσα πως είχα κάνει κάτι τρομερά φρικτό. κατάπια κοιτάζοντάς την και πήγα να σφίξω τον μικρό στο χέρι μου. εκείνη φαίνεται να τον είχε ξεχάσει. με αργέ κινήσεις ξεσκέπασε το σώμα της από αυτό το ύφασμα και αυτό γλίστρησε μονομιάς μέχρι το πάτωμα. τα βυζιά της ήταν τόσο  πρησμένα που τα ένιωσα σαν λεπίδες στο στέρνο μου επάνω. ήμουν ακόμα σαστισμένος όταν μας χάιδεψε και στους δύο τα κεφάλια -τον αδελφό μου κι εμένα-και απαλά μας έκανε να γονατίσουμε. έπειτα γονάτισε κι εκείνη.
   μας άφησε να τρίψουμε τις πρησμένες ρώγες τις αρκετή ώρα. ο αδελφός μου έπαιζε με τη δεξιά, την τραβούσε με μανία και την πιπίλαγε με μεγάλη όρεξη. έμοιαζε να νιώθει πολύ οικεία κι ας μην καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. εγώ είχα μουδιάσει. δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου αυτή η γυναίκα. με το ίδο πάντοτε ύφος της εκδίκησης με κοίταζε και σαν να με πρόσταζε να τη θηλάσω. υπάκουσα χωρίς να αποστρέψω το βλέμμα μου απ' το δικό της, έσκυψα και έγλυψα την αριστερή της ρώγα.
   πιάνοντας στα χέρια μου αυτό το πρησμένο δέρμα ένιωσα μια τρυφερή ζέστη να μου καψαλίζει τη γλώσσα. ξύπνησε μέσα μου μια πρωτόγονη οικειότητα, μια αχόρταγη ανάγκη να κρατήσω αυτή την πηγή ζωής ερεθισμένη. είχε δοθεί σ' εμένα και στον αδελφό μου, κάποιο μυστικό πέρασμα που έπρεπε να θηλάσουμε για να μας αποκαλυφθεί η ζωή.
  και τότε πηχτό λευκό άρχισε να κυλά στα στόματά μας. απομακρύνοντας τα πρόσωπα, είδαμε αυτή την άγνωστη γυναίκα να αναλύεται σε βουβούς σπασμούς, το κεφάλι τις γερμένο προς τα πίσω, προβάλλοντάς μας μπροστά στα υγρά μάτια μας δύο παχουλές βρύσες που έρεαν απλόχερα άφθονο λευκό. το δωμάτιο γέμισε τη μυρωδιά αγορίστικο σπέρμα. σκέφτηκα πως ίσως είχε καταπιεί κάποτε δύο μικ΄ρά αγόρια και τα εξανάγκαζε να χύνουν μόνο μέσα απ' τα μαστάρια της. τρομερά καταπιεσμένα αυτά τα αγόρια, σκέφτηκα όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και όλη η πηγή χάθηκε.
  μια νοσοκόμα πριν προλάβω να αμυνθώ, όρμησε κατά πάνω μου και άρχισε να με σπρώχνει στο πάτωμα, κλωτσώντας και πατώντας με. έχωνε τη μούρη της μες τη δική μου και με τα τεράστια μάτια της με έκανε σκουπίδι. φώναζε αλλά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. μπήκαν κι άλλοι νοσοκόμοι, δύο γιατροί, ένας μουσικός με ένα σκύλο, μια ασθενής με το καροτσάκι και τον ορό της, η μαμά σ' ένα φορείο, και κάποιο ακόμα ακαθόριστο πλήθος. η μυρωδιά του σπέρματος έσπασε από τα πολλά ανθρώπινα χνώτα.
   αυτά μου θύμισε ο μικρός από εκείνες τις μέρες στο νησί. μετά ξέσπασε σε γέλια και με κορόιδευε. "αν η μαμά δε γεννούσε εσένα, δε θα χε γεννήσει εμένα, κι αν εγώ δεν είχα γεννηθεί δε θα θυμόσουν τίποτα από αυτή. εγώ θυμάμαι τη μαμά πιο πολύ γιατί εσύ δεν την έβλεπες πολύ στα μάτια.η μαμά έλεγε πως ήθελες να έχεις άλλη μαμά και γι' αυτό πέθανε. γιατί δεν ήθελε να είναι άλλη." δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό που έλεγε και έτρεξε στο κρεβάτι του. έτσι ήταν πάντα μάλλον, υπερκινητικός και δεν καταλάβαινε την κάθε κατάσταση.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

αναμνήσεις της αφής vol.4

Γνώρισα την Ανόη το δύο χιλιάδες τέσσερα. καθόμασταν στα σκαλιά μιας αυλόπορτας σκουριασμένης και καπνίζαμε σιωπηλές. το κέντρο βρομούσε όπου κι αν βρισκόσουν.είχε μάτια πορτοκαλιά μικρά κι εγώ δεν ήξερα τι να της πω. ήξερα ότι επρόκειτο να ανταλλάξουμε κάτι γιατί με κοίταζε. ήταν ξαναμμένη και τα μάγουλά της άχνιζαν. χαμογελούσε κάπως παράξενα και φαινόταν ότι δεν είχε κανέναν. "η γιαγιά μου μιλάει αργά αλλά δεν ακούει. αυτή με μεγάλωσε αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μεγάλωσα. το χίλια εννιακόσια ενενήντα ένα βυθίστηκε το πλοίο με το όνομα μπλε θύελλα. blue gale, βυθίστηκε μαζί με το όνομά του δηλαδή. και τους γονείς μου έτυχε να έχει μέσα του. από τότε δεν σκέφτομαι. κάνω ότι κάνω αλλά θέλω να πω δεν σκέφτομαι πάνω σε αυτό που κάνω. οι γονείς του μπαμπά μου ζουν στην Ωκεανία. μου στέλνουν κάπου είκοσι ευρώ το μήνα. ο παππούς αυτός που σου λέω στην Ωκεανία δεν θέλει να με δει. όταν ήταν νέος είχε πηδήξει την αδελφή της γιαγιάς μου, της άλλης γιαγιάς μου που δεν ακούει. η Αρσινόη ήταν η μικρή της αδελφή. έκαναν το Στράτο και τον άφησαν ήσυχο. Η γιαγιά Αρσινόη πέθανε, ο παππούς είχε νόμιμο παιδί το μπαμπά κι έτσι ο μικρός την κοπάνησε. θα μου πεις γιατί να σου τα πω αυτά. τον βρήκα σήμερα τον Στράτο. απίστευτο ε; δεν ήξερα ούτε καν πως ο μπαμπάς του μπαμπά μου με την αδελφή της μαμάς της μαμάς μου είχαν κάνει παιδί που έχει τώρα επιβιώσει και είναι μάλιστα  σαράντα! τον βρήκα και ήταν όμορφος απ' το πουθενά. του έκανα έρωτα φυσικά. το έκανα έρωτα και ας μην ήθελε. μετά ήθελε και κάναμε όλο το μεσημέρι έρωτα στο διαμερισμά του στον έκτο, ακριβώς εδώ σε αυτή την πολυκατοικία.. ξάδελφος, θείος, παππούς ούτε που ξέρω τι μου είναι. κι όμως εμένα μου αρέσει να μην ξέρω. μου αρέσει να μου φιλούν τα χέρια και να μυρίζω σα ζώο. Η γιαγιά Αρσινόη πέθανε νέα πολύ και της πήρα το όνομα. φόρος τιμής είπαν, που να ήξεραν ότι την πήδαγε ο παππούς μου. παντρεμένος με τη γιαγιά την Άννα. τώρα ούτε ξέρω που είναι. δεν κοίταξα ποτέ στο χάρτη να βρω την Ωκεανία. τι με νοιάζει. εμένα με βάφτισαν και το πήδηξα το μπάσταρδό τους. δεν μεγάλωσα με κανέναν. και τη γιαγιά την κουφή, νεκρή την είχα πάντα. άκουγα μουσική δυνατά δίπλα στο μαξιλάρι της το βράδυ. δεν τη σεβάστηκα ποτέ. ούτε τους δικούς μου σεβάστηκα. μη βάλεις στο νου σου δράματα. δεν με πειράζει να μην έχω κανένα. θέλω να πω, βλέπω κοπέλες όπως εσύ που τις πιέζουν οι δικοί τους. τις στριμώχνουν για τα καλά. σας βάζουν να καταπίνετε τα ούρα σας και να τα φτύνετε. εγώ στις ταράτσες μεγάλωσα. κι όποτε ήθελα άκουγα μουσική κι όποτε ήθελα έπινα και έκανα έρωτα όποτε ήθελα. και έφευγα και βρομούσα. όπως τώρα. μου αρέσει να γυρίζω ξαναμμένη στο κέντρο μετά από γαμήσια. ο Στράτος όμως είναι άλλο" είχε φανερή υπερένταση τα πορτοκαλιά της ματάκια έβγαζαν φωτιά. παρατήρησα πόσο ερωτική ήταν εκείνη τη στιγμή και ντράπηκα. ένιωσα μικρή δίπλα της. "ο Στράτος κι εγώ έχουμε το ίδιο αίμα. πως να μην κάνουμε έρωτα με τόσο αίμα; τελειώσαμε μαζί έξι φορές. μετά ήπιαμε κρύο γάλα φορώντας μόνο τα βρακιά μας! συνήθως φεύγω και πίνω μόνη μου έναν καφέ στα απέναντι στέκια. εννοώ με τα αγόρια που κοιμάμαι. αλλά το ότι ήπιαμε μαζί γάλα πηχτό, αγελαδίσιο, απ' αυτό το φρέσκο σου λέω με έκανε να νιώσω πώς να στο πω. έναν απίστευτο κορεσμό απ' τη ζωή μου. να σου πω ένα μυστικό. έχω ζήσει μεγάλη ομορφιά. δεν είμαι απελπισμένη καθόλου. δεν σου μιλάω από απελπισία. σου μιλάω από καύλα. η καύλα με έχει κάνει να τρελαθώ από ικανοποίηση. αυτή με το Στράτο. και θα μου πεις, όποιος έχει ζήσει την ομορφιά δεν χρειάζεται να το λέει από δω κι από κει. όμως θέλω να το ξέρει κάποιος. όταν πεθάνω θα βγει μια ανακοίνωση. Η ανακοίνωση θα έχει πάνω ένα μεγάλο πορτοκαλί σχήμα που θα έχω ζωγραφίσει εγώ. κατάλαβες; θα το αναγνωρίσεις. όταν δεις αυτή τη ζωγραφιά θέλω κάπου να γράψεις αυτά που σου είπα. θέλω κάποιος να μάθει για μένα. και να μην με λυπηθεί. όσο ζω με λυπούνται. η ορφανή με την πουτάνα γιαγιά. το δικαιολογημένα χαμένο πλάσμα. αυτό που δεν μπορεί πια να σωθεί. θέλω να μάθουν ότι ήμουν ευτυχισμένη κι ας ήμουν μόνη. να γράψεις και το όνομά μου. Ανόη." αυτά μου είπε η Ανόη και έσβησε το τσιγάρο της με τα λευκά σπορτέξ της. όπως σηκώθηκε με άγγιξε στον ώμο. ήταν το πιο ζεστό κατά λάθος άγγιγμα. μετά έφυγε. αυτά έγιναν το δύο χιλιάδες δέκα τέσσερα. σήμερα το κέντρο γέμισε αφήσεις με πορτοκαλί ζωγραφιές. ξέρω πως είναι φάρσα, αλλά χωρίς να της μιλήσω της το είχα ήδη υποσχεθεί.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

αναμνήσεις της αφής Vol.3



  Ήρθαμε από τη Συρία χωρίς τίποτα. Εγώ ο αδελφός μου και η γυναίκα μου. Είκοσι χρονών σα ζωγραφιά. Πυρόξανθα μακριά μαλλιά, αθώα μεγάλα πράσινα μάτια, μάγουλα ρόδινα, θλιμμένη από φυσικού της. Δεν είχα πειράξει ποτέ κανέναν στη χώρα μας. Ποτέ δεν είχα κάνει κακό. Απ’ όταν την αγκάλιασα πρώτη φορά αυτή την αδικημένη ύπαρξη κάτι σατανικό άναψε μέσα μου. Συναισθήματα βίας και ζήλιας με τρέλαιναν. Μένουμε σε μεταναστευτικό καταυλισμό. Με λύσσα ψάξαμε να βρούμε μια δουλειά, οτιδήποτε να φύγουμε από εκεί, να ζήσουμε. Εγώ και ο αδελφός μου βρήκαμε σ’ ένα εργοστάσιο και η Μύρτα είχε την τύχη, έτσι είπαμε τότε, να φυιλάει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών, την ώρα που οι γονείς της θα έλειπαν στη δουλειά. Εκείνη τη μέρα ήρθε κλαίγοντας η Μύρτα και μου τα είπε όλα:
   «μου αρέσει το όνομά σου. Το Μαρία δεν μ’ αρέσει, το έκανα Μάιρα αλλά οι γονείς μου δεν το ξέρουν. Μην τους πεις τίποτα γι αυτό. Όταν με φωνάζουν κάνω πως δεν ακούω. Κλείνομαι στο δωμάτιο και ουρλιάζω.» η γυναίκα μου ήταν το πιο ήσυχο πλάσμα. Άφηνε τη μικρή να της μιλά με τις ώρες. «Τα  ονόματα σε α δηλώνουν κάτι επιθετικό, σαν να θέλουν σα σε φάνε δεν είναι έτσι; Αλλά το δικό σου είναι καλύτερο». «Μικρή μου, Μάιρα» της έλεγε με αγάπη και σπαστά ελληνικά «έχεις όμορφο όνομα, οι γονείς σου σε αγαπάνε, μην τους μιλάς με κακία» «δεν με θέλουν είναι κοροϊδευτές! Θέλω να φύγω από εδώ δεν με καταλαβαίνουν καθόλου, πάρε με μαζί σου στην ξένη χώρα που μένεις Μύρτα σε παρακαλώ!» «δεν μένω όμως πια εκεί μικρή μου, έπρεπε να φύγω, να φύγω έπρεπε!» «και γιατί, εδώ είναι χάλια κοίτα αυτό το σπίτι πως είναι!» «έχεις πανέμορφο σπίτι μικρή μου, έχεις παιχνίδια και κρεβάτι όμορφο, ζεστό, και έξω έχει ανθρώπους  που δεν πεθαίνουν μέσα στο δρόμο!» «τι εννοείς; Πού πεθαίνουν άνθρωποι μέσα στο δρόμο;» λέει η μικρή και γελάει δυνατά. 
   Η Μύρτα κλαίει μπροστά της. Η Μάιρα την αγκαλιάζει «δεν έχω αγκαλιάσει ποτέ κανέναν. Ούτε τα παιχνίδια μου ποτέ! Εσένα σε αγκαλιάζω γιατί είσαι πολύ γλυκιά». Η Μύρτα θέλει να φύγει αλλά δεν μπορεί να φύγει. Πάει να στρώσει τα κρεβάτια. Η μικρή την αρπάζει το ύψος της είναι μέχρι τους γοφούς της γυναίκας μου. Την πιάνει σφιχτά και της φιλάει τα οπίσθια.  «Ω, άφησέ με μικρή μου Μάιρα πρέπει να στρώσω το κρεβάτι σου.» 
    Πέρασαν μερικοί μήνες και πληρωνόμασταν ελάχιστα. Η Μύρτα έτρωγε καλά στο σπίτι της Μάιρας γιατί οι γονείς της ήταν καλοί και την περίμεναν για φαγητό. «Ξέρετε» είπε με μεγάλη συστολή και ειλικρίνεια στο τραπέζι μια μέρα «το παιδί σας δεν είναι πολύ μωρό, μπορεί να μένει μόνη της, νομίζω πως δεν με χρειάζεστε και με κρατάτε επειδή θέλω χρήματα» «καλή μου» είπε η μαμά της «δεν στο είπαμε απ’ την αρχή γιατί δεν θέλαμε να σε διώξουμε. Αλλά η Μαρία έχει άσχημη συμπεριφορά. Φοβόμαστε πολύ να μένει μόνη της. Έχει κάνει άσχημα πράγματα στο παρελθόν και εμείς δεν μπορέσαμε να τη συνεφέρουμε. Είναι τόσο ευχάριστο για μας που τα πάτε καλά εσείς οι δύο. Έχει δεθεί μαζί σου και σε αγαπάει πολύ.. Δεν έχουμε λόγο να σε διώξουμε.» δεν μίλησαν άλλο. Η Μύρτα μου είχε αγαπήσει πολύ αυτό το μικρό κάθαρμα.
     «θες να παίξουμε κρυφτό;» «μικρή μου, θα χαλάσουμε το σπίτι άμα παίξουμε κρυφτό.» «μη μου χαλάσεις το χατίρι σε αγαπώ πάρα πολύ!» έπαιξαν κρυφτό και η Μύρτα χώθηκε με δυσκολία κάτω απ το κρεβάτι. Η μικρή σα λαγωνικό που οσμίζεται το θύμα του τη βρήκε αμέσως. Όμως το παιχνίδι σταμάτησε εκεί. 
   «είσαι πάρα πολύ ωραία και μεγάλη γυναίκα. Ποτέ δεν θα γίνω όπως εσύ. Έχω μαύρα μαλλιά κι αυτό σημαίνει ότι θα γίνω κακιά σκύλα όταν μεγαλώσω. Θα τους βασανίζω όλους και δεν θα είμαι ποτέ έτσι γλυκιά σαν εσένα.» «τι λες μικρή μου είσαι πολύ όμορφη!» είπε και την χάιδεψε στα μαλλιά κάτω απ΄ το κρεβάτι. «κοίταξε το σώμα μου πόσο παιδικό είναι. Όταν φεύγεις γδύνομαι και το αγγίζω αλλά δεν νιώθω ωραία. Θα με αφήσεις να αγγίξω το δικό σου;» είπε και χωρίς να περιμένει άρχισε να ακουμπάει αδέξια τη γυναίκα μου. Ξέρεις δεν αγαπώ τα αγόρια. Θέλω να τα βασανίζω αλλά να μην τα αφήνω να με αγγίζουν. Να τους χαμογελάω αλλά είναι πολύ χαζά. Είναι ανόητα και ανώριμα. Νιώθω πολύ μεγαλύτερή τους και μπορώ να τα κάνω ότι θέλω. Εσύ με καταλαβαίνεις. Τα κορίτσια είμαστε πολύ πιο έξυπνα. Κι εσύ είσαι πολύ έξυπνη Μύρτα» έλεγε ενώ η Μύρτα μπουσούλαγε προς το άλλο άνοιγμα του κρεβατιού. 
    Βγήκαν πήραν μια ανάσα και ξάπλωσαν μαζί στο στρώμα. «μικρή μου, είσαι το πιο έξυπνο κορίτσι του κόσμου» αυτό ακριβώς της είπε και εκείνη τη φίλησε.  Αργά της άνοιξε τη φούστα και χώθηκε μέσα. Η Μύρτα δεν αντέδρασε. Το σώμα της άρχισε να συσπάται. Ήταν τόσο απαλή και χυμώδης η γυναίκα μου. Αντίθετα το πλάσμα αυτό ήταν λεπτό και ευλίγιστο. Έβαλε τη γλωσσίτσα της στο αιδοίο της γυναίκας μου. Την τυράννησε πάνω από μια ώρα. Η Μύρτα ακίνητη δάκρυσε και έχυσε βαριά. 
    Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της όταν ήρθε εκείνο το βράδυ κλαίγοντας. Μου είπε «έχυσα βαριά. Τόσο βαριά που ποτέ δεν είχα ξαναχύσει έτσι» αυτά τα λόγια δεν τα περίμενα ποτέ από εκείνη. Μαζί μου ήταν πάντοτε σεμνή και έδειχνε ενδιαφέρον μόνο για τη δική μου ευχαρίστηση. Κάτι τέτοιο στη χώρα μου ήταν αδιανόητο και για μένα ήταν τεράστια προσβολή. Συνέχισε λέγοντας «και τότε η Μάιρα είπε κάτι φρικτό: “θέλεις λεφτά. Άνοιξε ένα κρυφό συρτάρι και μου έδειξε τα φυλαγμένα χρήματα των γονιών της. Γι αυτό δεν ερχόσουν εδώ; Γι’ αυτό δεν αναγκάστηκες να με αγαπήσεις; Πάρε τα χρήματα και φύγε. Φύγε!” και δεν ήξερα τι να ‘κανα. Μα το θεό δεν κατάλαβα πως έγιναν όλα αυτά. Ένιωσα ότι με έδιωξε. Έφυγα. Συγνώμη αφέντη μου.» 
   Δεν ήξερα πώς να νιώσω. Κι αυτό το αφέντη μου με τρέλανε. «δεν θα ξαναπάω εκεί. Θα βρω άλλη δουλειά. Δεν ξέρω τι να τους πω. Θα πω ότι θα πάω αύριο αλλά δεν θα πάω. Δεν θα ξαναπάω.» Αυτά ήταν αρκετά για να τρελαθώ.
   Την επόμενη μέρα πήρα τον αδελφό μου και πήγαμε στη μικρή. Ξέραμε ότι θα ήταν μόνη της. Σάστισε όταν μας είδε «πού είναι η Μύρτα! Ούρλιαξε και τώρα ήταν στ’ αλήθεια ένα μικρό κορίτσι. Τη στριμώξαμε στην κουζίνα. Βγάλαμε τα παντελόνια μας και εγώ φώναξα λυσσασμένος «δεν σ’ αρέσει ο πούτσος ε; δεν σ’ αρέσει αυτό ε;» και της έχωσα στο μάτι της μέσα την καυλωμένη μου πούτσα. Ο αδελφός μου την έγδυσε και την πήδηξε τρεις φορές. Καθ’ όλη τη διάρκεια εγώ της τον έχωνα στο στόμα και έχυνα συνεχώς στη μούρη της. «δε σ αρέσει αυτό ε; για δες το καλύτερα! Βρωμόπαιδο, κοίταξε την καλύτερα κακομαθημένο!» αφού ξεχαρμάνιασα και η οργή μου κόπασε πήγα στο συρτάρι και πήρα τα χρήματα. «έλα» λέω στη γυναίκα μου. «φεύγουμε από αυτό το βρωμότοπο.». «δεν γυρνάω πίσω» είπε τραυλίζοντας. «είπα φεύγουμε». Ποτέ δεν είχα μιλήσει τόσο αποφασιστηκά στη ζωή μου που η Μύρτα φοβισμένη με ακολούθησε.